Εκείνη
Ένα από τα πράγματα που θυμάμαι να μου λένε οι δικοί μου συχνά, είναι το πόσο νωρίς κατάφερα να διαβάσω. Πηγαινοερχόμουν στην κουζίνα με ένα παιδικό βιβλιαράκι και ρωτούσα: Αυτό ποιο είναι; Το α. Εκείνο; Το β. Το άλλο; Πήγαινα κι ερχόμουν μέρες κι όλο ρωτούσα. Ώσπου ένα πρωί εμφανίστηκα στην κουζίνα κρατώντας το βιβλιαράκι ανάποδα και διάβασα την πρώτη πρόταση. Ήμουν κάτι λιγότερο από τριών. Τώρα μπορεί την πρόταση από το ρώτα- ρώτα να την είχα αποστηθίσει κι όχι να τη διάβασα πραγματικά, όμως ήδη στο νηπιαγωγείο διάβαζα την εφημερίδα του παππού μου και νευρίαζα τα άλλα παιδάκια γιατί μπορούσα να διαβάσω τα πάντα, παντού.
Πότε έμαθα να γράφω δε θυμάμαι, αλλά θυμάμαι πως από την αρχή είχα τη λόξα μου με τις λέξεις και την ορθογραφία τους. Ακόμα και σήμερα μπορεί να περπατώ στο δρόμο και να δω στο μαυροπίνακα κάποιας ταβέρνας ή καφετέριας μια λέξη με ορθογραφικά, κι αμέσως θα πάω να το διορθώσω. Κουβαλάω κιμωλία στην τσέπη, τέτοια λόξα.
Πολλές λεπτομέρειες από τα πρώτα μαθητικά μου χρόνια δε θυμάμαι πια. Όμως υπάρχει κάτι που το θυμάμαι σα χθες: Το παράπονο που είχα από τη δασκάλα. Στην ορθογραφία το κάθε παιδάκι πήγαινε στην έδρα να πάρει το τετράδιό του με το βαθμό και τις διορθώσεις του, και κάθε παιδάκι καθόταν αρκετή ώρα δίπλα στη δασκάλα μιλώντας και καμιά φορά γελώντας, η δασκάλα να του δείχνει με το φανταχτερό στυλό της στο τετράδιο και στο τέλος να βλέπω κι ένα κειμενάκι γραμμένο από την ίδια, στην άκρη της σελίδας. Κάθε φορά που ερχόταν η σειρά μου, η δασκάλα μου έδινε το τετράδιο αμίλητη κι εγώ περίμενα να μου πει κι εμένα κάτι που δε μου το ‘λεγε ποτέ, μέχρι που μ’ έδιωχνε και μου έλεγε «πήγαινε στη θέση σου». Θυμάμαι να ανοίγω το τετράδιο και να βλέπω ένα ξερό 10’, χωρίς κυκλάκια, χωρίς σχεδιάκια, χωρίς κειμενάκια στο περιθώριο της σελίδας, χωρίς τίποτα.
Το εξάχρονο μυαλό μου δεν μπορούσε να γυρίσει και να σκεφτεί πως ο λόγος που η δασκάλα δεν ασχολιόταν καθόλου μαζί μου στην ορθογραφία, ήταν το ότι ποτέ μου δεν έκανα κανένα ορθογραφικό λάθος. Δεν υπήρχε τίποτα να μου πει. Τίποτα να σημειώσει. Πάντα έγραφα την ορθογραφία σωστά. Το εξάχρονο μυαλό μου έφτανε μόνο ως την απόρριψη που ένιωθα, γιατί μόνο εγώ (τουλάχιστον μόνο εμένα θυμάμαι) πήγαινα κι έπαιρνα το τετράδιο και γυρνούσα στην καρέκλα μου με κατεβασμένα μούτρα.
Σκέφτηκα όμως ότι υπήρχε τρόπος να με προσέξει η δασκάλα. Την επόμενη φορά στην ορθογραφία, έκανα ένα λάθος. Έγραψα τη λέξη καπνός με ωμέγα. Και μάλιστα έκανα το λάθος μου με απερίγραπτη χαρά, επιτέλους θα καθόμουν κι εγώ στην έδρα μαζί της, θα μου μιλούσε, θα μου μουντζούρωνε τη σελίδα με τα στρόγγυλα γράμματά της.
Μα το σχέδιό μου δεν εξελίχθηκε έτσι ακριβώς. Η δασκάλα υπογράμμισε απλά το «ω» και μου χαμογέλασε, ύστερα με έστειλε πάλι στη θέση μου χωρίς να μου πει ούτε λέξη.
Αυτό είναι κάτι που συνέβη σχεδόν 30 χρόνια πριν και το θυμάμαι σα να έγινε χθες. Δε θυμάμαι τι έγινε μετά. Όμως θυμάμαι πως το συμπέρασμα της δασκάλας, έτσι όπως έτυχε και το άκουσα σε κάποια συζήτηση με τους δικούς μου, ήταν πως έπασχα από …αφηρημάδα.
Στο λύκειο τώρα, προετοιμαζόμαστε για πανελλήνιες κι έτσι όλοι- ή σχεδόν όλοι- οι μαθητές της τάξης μου κάνουμε φροντιστήριο στα μαθηματικά. Ο καθηγητής είναι ένας τύπος που όταν μιλάει ίσα που ακούγεται, κι όταν θυμώνει με τις καφρίλες μας κοκκινίζει ολόκληρος τόσο, που πραγματικά φοβόμαστε πως το κεφάλι του μπορεί να εκραγεί. Θυμάμαι πως στο μάθημά του επικρατούσε πάντα η απόλυτη ησυχία και τάξη, χωρίς ποτέ εκείνος να έχει υψώσει τον τόνο της φωνής του, ούτε μισό του μισού ντεσιμπέλ. Ποτέ. Θυμάμαι πως οι καλοί γίναμε άριστοι, οι μέτριοι άριστοι και οι κακοί, άριστοι. Τα μαθηματικά ήταν το μοναδικό μάθημα στο οποίο ακόμα και οι μαθητές που μετά βίας θα έπαιρναν απολυτήριο, είχαν από 18 μέχρι και 20.
Δε λέω, έμαθα να διαβάζω και να γράφω σωστά πολύ νωρίς. Αυτό μπορεί να σημαίνει κάτι, μπορεί και να μη σημαίνει απολύτως τίποτα. Όμως δεν έχω ξεχάσει πως η δασκάλα μου δεν κατάφερε να καταλάβει πως ένα εξάχρονο που δεν κάνει ποτέ του κανένα λάθος, δε γράφει τον καπνό με ωμέγα από …αφηρημάδα. Το γράφει από μοναξιά. Το γράφει γιατί δεν μπορεί να ξεχωρίσει το καλό και το σωστό, ακόμα και το προφανές: Δεν έχεις λάθος, δεν έχω τίποτα να σου διορθώσω. Το γράφει γιατί είναι το μόνο παιδί που μπορεί να γράψει ολόσωστη ορθογραφία ανάμεσα σε άλλα τριάντα παιδιά. Και είναι το μόνο παιδί με το οποίο η δασκάλα δεν ασχολείται ποτέ.
Από την άλλη, δεν μπόρεσα ποτέ μου να καταλάβω το πώς εκείνος ο μαθηματικός που φούντωνε και κοκκίνιζε και μας έκανε να το βουλώνουμε χωρίς να βγάζει λέξη, έκανε δεκαεφτάχρονους μαθητές που απ’ όταν μπήκαν στο γυμνάσιο δεν ξεπέρασαν το… 11, άριστους στα μαθηματικά. Όμως αυτή δεν είναι η δουλειά του δάσκαλου;
Φέτος ξεκινάμε σχολείο. Νηπιαγωγείο μεν, αλλά σχολείο. Μόνο μια σχολική χρονιά απόσταση από την πρώτη δημοτικού. Σκέφτομαι τα παλιά τα δικά μου. Σκέφτομαι ότι θα ξαναπάω σχολείο, από την άλλη πλευρά, του γονιού. Σκέφτομαι τις τάξεις με τα τριάντα παιδιά, ήδη τεράστιος αριθμός για να μπορέσει ο δάσκαλος – όχι καν να ασχοληθεί με τις ιδιαιτερότητες κι αδυναμίες του κάθε παιδιού- αλλά έστω για να διδάξει σωστά. Σκέφτομαι τα αφάνταστα βαρετά και προχειρογραμμένα βιβλία. Το απίστευτο φορτίο όλων των παιδιών. Το ότι πας οχτώ ώρες σχολείο κι όμως δεν τα βγάζεις πέρα χωρίς φροντιστήριο. Κι όλα αυτά για το τι; Για το πτυχίο που πιθανότατα να μη χρησιμεύσει πουθενά στην Ελλάδα. Όμως μπορεί να γίνει το εισιτήριο για το εξωτερικό. Σκέφτομαι… Απλά σκέφτομαι.
& Εκείνος
Απ΄ ότι φαίνεται σήμερα μιλάμε για σχολικές αναμνήσεις και οι δίκες μου, δυστυχώς, είναι πολύ μακρινές, σχεδόν ξεθωριασμένες. Για όσους βιαστικούς, όχι ο Φειδίας και ο Περικλής δεν ήταν συμμαθητές μου.
Θυμάμαι το δημοτικό στο Βύρωνα, αλλά πιο πολύ το θυμάμαι σαν κτίριο παρα σαν κάτι λειτουργήσιμο. Δεν θυμάμαι δασκάλες και δασκάλους αλλά θα σας εκπλήξω, θυμάμαι συμμαθητές. Εδώ βέβαια θα πρέπει να σημειώσω ότι δυο από αυτούς, τόσες δεκαετίες μετά – όχι δεν λέμε πόσες – με τιμούν ακόμα με τη φιλία τους. θυμάμαι την Αννούλα με το φιόγκο και τον Νίκο με τα αιώνια ματωμένα γόνατα. Θυμάμαι τον Λυκούργο και τον Αρμάο, την Ελένη και την Μαρία, τον Γιώργο με τα έξη δάχτυλα.
Για να πω την αλήθεια, γράφοντας τα ονόματα – και που είναι πραγματικά – τρόμαξα κι ο ίδιος με τη δύναμη της μνήμης, ή καλύτερα τη δύναμη της επιλογής που έχει η μνήμη. Δεν είναι περίεργο να μη θυμάσαι κανένα δάσκαλο ή δασκάλα και να θυμάσαι με τόση λεπτομέρεια συμμαθητές; Και για να σας απαντήσω σε αυτό που υποθέτω κι εγώ, δεν πρέπει να πέρασα καλά στο δημοτικό και μάλλον έχω επιλέξει να μην το θυμάμαι. Κάτι παρόμοιο έχω να πω και για το γυμνάσιο.
Αλλά μην ξεφεύγουμε. Η Κατερίνα μου θύμισε κάτι από τα παιδικά μου χρόνια και μου το «θύμισε» περίεργα, γιατί για μένα υπήρχε περισσότερο ανάμνηση «εκπαίδευσης» μέσα από τις διηγήσεις άλλων παρα πραγματική ανάμνηση, αλλά πολλά χρόνια μετά το δοκίμασα με τη κόρη μου και το είδα να δουλεύει. Λοιπόν, σε ηλικία που κατ΄ άλλους ήταν όταν ήμουν έξη μηνών, κατ΄ άλλους όταν ήμουν έξη ημέρων και κατ’ άλλους όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών, ο πατέρας μου άρχισε να κόβει τα γράμματα από τις επικεφαλίδες των εφημερίδων και να με βοηθάει να φτιάχνω λέξεις.
Φαντάζομαι ότι θα ήταν απλές λέξεις, μονοσύλλαβες, δισύλλαβες, που με την επανάληψη και το μαϊμουδισμό στη μίμηση που έχουν τα παιδιά σε αυτή την ηλικία, τις έμαθα τόσο καλά που έγινα το παιδί θαύμα και το απαραίτητο σόου σε κάθε οικογενειακή συγκέντρωση. Αλλά αυτά είπαμε, είναι ομιχλώδη και μέσα από διηγήσεις άλλων με την απαραίτητη υπερβολή. Όταν η κόρη μου έγινε τεσσεράμισι αποφάσισα να το δοκιμάσω κι εγώ. Την ίδια εποχή το Φιλανδικό νηπιαγωγείο μας είχε ενημερώσει ότι την επομένη χρονιά θα ξεκινούσαν – όλα τα παιδάκια – να μαθαίνουν τα γράμματα και τους αριθμούς. Έτσι κι εγώ μιας και ήμουν παιδί θαύμα και δεν θα μπορούσα να μην έχω μια κόρη παιδί θαύμα, αποφάσισα να ακολουθήσω τη μέθοδο του πατερά μου, πριν το Φιλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Εδώ πρέπει να σας πω ότι η δασκάλα μας είχε τονίσει ότι δεν χρειαζόταν να κάνουμε τίποτα απολύτως στο σπίτι, ήταν θέμα δικό τους. Τώρα, σιγά και μην άφηνα εγώ τη κόρη μου – παιδί θαύμα, στα χέρια των Φιλανδών να την ανακαλύψουν. Εγώ πρώτος θα ανακάλυπτα τι Αϊνστάιν είχα. Αλλά αντιμετώπισα για αρχή ένα μικρό πρόβλημα. Δεν υπήρχαν εφημερίδες κι όσες έβρισκα δεν είχαν αρκετά μεγάλα γράμματα. Έτσι κατέφυγα στις εκτυπώσεις και τη χαρτοκοπτική. Πολλές εκτυπώσεις και πολύ χαρτοκοπτική. Και πάρε γράμματα μικρά και πάρε κεφαλαία. Ένας χαμός από γράμματα στο πάτωμα να μη σας το περιγράφω. Η γιορτή του τρελού πατέρα στα τέσσερα και να κόβει προσεκτικά γράμματα με ουρίτσες και χωρίς ουρίτσες.
Στο τέλος είχα τρία σετ γράμματα κεφαλαία, και τρία μικρά, συν δυο σετ αριθμούς. Νιρβάνα εκπαιδευτική και έβαλα τη κόρη μου στη μέση για να θαυμάσει το έργο μου και να μπούμε στη δεύτερη φάση, αυτής που της μαθαίνω λέξεις. Είχα μάλιστα κάνει και ένα κατάλογο με λέξεις, ξεκινώντας από μονοσύλλαβες, περνώντας σε πολλές δισύλλαβες και σίγουρος για το παιδί θαύμα που είχα στο σπίτι, μια σειρά από τρισύλλαβες. Βάζω τα γράμματα στη σειρά και της εξηγώ τι αντιπροσωπεύουν αυτά τα γράμματα αλλά η κόρη μου φαινόταν πολύ σκεφτική. Μάλλον οι μονοσύλλαβες ήταν πολύ απλές γι’ αυτό το παιδί θαύμα, έτσι προχώρησα σε μια δισύλλαβη ακολουθώντας την εξήγηση και μάλιστα με τη συνοδεία εικόνας αυτή τη φορά για το τι αντιπροσωπεύαν αυτά τα γράμματα στη σειρά. Η κόρη μου συνεχισε να κοιτάζει μια εμένα και μια τα γράμματα πολύ σκεφτική. Μια αμφιβολία μου τσίμπησε τη καρδιά και πρέπει να φάνηκε στο βλέμμα μου. Είχα αρχίσει να ταράζομαι. Τι σκέφτεται τόσο σοβαρά το παιδί;
«Ξέρεις μπαμπά,» ξεκίνησε η κόρη μου με τον τρόμο μου γι’ αυτό που ερχόταν να έχει πιάσει ταβάνι. «Ωραία αυτά τα γραμματάκια που έφτιαξες αλλά κάτι τους λείπει!» Κοίταξα έκπληκτος την καταπληκτική δουλειά που είχα κάνει και δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Ήμουν τόσο προσεκτικός με το ψαλίδι και οι ουρίτσες στα γράμματα τόσο τέλειες που με είχα θαυμάσει. Αλλά η κόρη μου δεν μου επέτρεψε να σκεφτώ περισσότερο. «Περίμενε, έρχομαι και θα το διορθώσουμε μαζί,» και έφυγε από το δωμάτιο που είχα στρώσει με τόση επιμέλεια με όλα αυτά τα γραμματάκια.
Όταν επέστρεψε κουβαλούσε μαζί της ένα κουβαδάκι με χρώματα. Κερομπογιές, ξυλομπογιές, νερομπογιές, μπογιές σε ότι είδος και χρώμα μπορείτε να φανταστείτε. «Βρε μπαμπά, δεν έχουν χρώμα τα γραμματάκια που έφτιαξες!» Μου είπε κουνώντας το δαχτυλάκι και χωρίς δεύτερη κουβέντα ρίχτηκε στο πάτωμα κι άρχισε να χρωματίζει τα γράμματα. Με πολύ προσοχή στις ουρίτσες οφείλω να παραδεχτώ!
Για λίγα – ευτυχώς – δευτερόλεπτα έμεινα ακίνητος και βουβός. Τι είχε συμβεί με το παιδί θαύμα; Αλλά αμέσως μετά έβαλα τα γέλια, κατάλαβα ότι πραγματικά είχα το παιδί θαύμα που τόσο πολύ ήθελα, έπεσα στα τέσσερα κι άρχισα κι εγώ να βάφω γραμματάκια. Με πολύ προσοχή στις ουρίτσες! Και περάσαμε ένα καταπληκτικό απόγευμα με τα γραμματάκια, μικρά και μεγάλα!
Αλλά για να επιστρέψω στα δικά μου σχολικά χρονιά. Έχω πολλές και πολύ τρυφερές αναμνήσεις από συμμαθητές και συμμαθήτριες και νομίζω – πολύ προσωπική άποψη – ότι σαν κοινωνικό εργαλείο, τουλάχιστον για μένα, το σχολείο δούλεψε και μου άφησε πολλά συν τις δεδομένες κοινωνικές αναμνήσεις. Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να σταματήσουμε να περιορίζουμε στον τρόπο που βλέπουμε το σχολείο – και που το σχολείο λειτουργεί – αλλά να το δούμε σαν μια πιο ευρεία εκπαίδευση και βέβαια να έχουμε και τις ανάλογες απαιτήσεις από τους εκπαιδευτικούς χωρίς να το περιορίζουμε στο …μαθέ παιδί μου γράμματα. Ίσως …ίσως με ένα σχολείο που θα λειτουργούσε και σαν κοινωνικό εκπαιδευτήριο να μην είχαμε σήμερα κοινωνικά παράσιτα στην Ελληνική Βουλή.