Αρχικά ας συμφωνήσουμε στο τι είναι «αποτελεσματική αντιπολίτευση». Το να μπορείς να αυξήσεις τα ποσοστά του κόμματός σου και να κατακρίνεις εύστοχα την κυβέρνηση είναι κάτι που όλοι οι αρχηγοί της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιθυμούν και έχουν ως στόχο, αλλά δεν είναι αυτό για το οποίο υπάρχει ο θεσμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο θεσμικός στόχος του συνταγματικά τέταρτου ισχυρότερου ατόμου στη χώρα και του κόμματος του οποίου ηγείται είναι να ελέγχει την κυβέρνηση, σπρώχνοντάς την προς το καλύτερο.
Ας κάνουμε εδώ μια παρένθεση για να παρατηρήσουμε την αντίθεση ανάμεσα στους στόχους που θέτει το Σύνταγμα και τους στόχους που έχει ένα κόμμα. Το Σύνταγμα προβλέπει τη συγκεκριμένη θέση για να βοηθήσει στην διακυβέρνηση της χώρας, όχι για να προετοιμαστεί κάποιος για Πρωθυπουργός. Διαχρονικά όμως, τα άτομα που είχαν τη συγκεκριμένη θέση πολύ σωστά είχαν ως στόχο τους αυτόν που έχει κάθε αρχηγός κόμματος: να γίνουν Πρωθυπουργοί. Αυτοί οι δύο στόχοι δεν ταυτίζονται πάντα και, τελικά, είναι πολύ δύσκολο καισε έναν βαθμό τυχερό το να είσαι επιτυχημένος αρχηγός κόμματος και ταυτόχρονα επιτυχημένος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Κλείνοντας την παρένθεση, ας δούμε το πόσο επηρέασαν τις κυβερνήσεις τις οποίες αντιπολιτεύτηκαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης (μέχρι στιγμής) και ο Αλέξης Τσίπρας.
Ο Αλέξης Τσίπρας κατάφερε να κάνει την κυβέρνηση Σαμαρά να «ιδρώσει τη φανέλα». Κάθε απόφαση που έπαιρνε η κυβέρνηση έπρεπε να είναι προσεχτικά σχεδιασμένη, τα πάντα να είναι χιλιοελεγμένα και να υπάρχει δικαιολογία για κάθε λεπτομέρεια. Κάθε μέτρο, κάθε φόρος ή περικοπή ήταν σίγουρο πως θα έβρισκαν δεκάδες κοινωνικές ομάδες προσωποποιημένες στον Αλέξη Τσίπρα που θα την ψείριζαν και θα έφερναν τον αρμόδιο Υπουργό σε απίστευτα δύσκολη θέση. Ίσως αυτή η αποτελεσματικότητα του Αλέξη Τσίπρα στην αντιπολίτευση να έπεισε κάποιους πολίτες ότι θα ήταν και αποτελεσματικός Πρωθυπουργός. Όπως όμως είπε ο ίδιος Αλέξης Τσίπρας για τον Γιάνη Βαρουφάκη, «δεν κάνουν όλοι για όλες τις θέσεις«.
Από την άλλη, στον πολύ λίγο χρόνο που είναι αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αλλάξει μόνο μία απόφαση της κυβέρνησης. Σαφώς είναι πολύ νωρίς για να έχουμε μια πλήρη εικόνα, αλλά θα έβαζα στοίχημα ότι αυτό το σκηνικό δεν πρόκειται να αλλάξει στο μέλλον. Ό,τι και να πει, όσο και να φωνάξει, όσο και να ελέγξει η Νέα Δημοκρατία είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι Υπουργοί του Αλέξη Τσίπρα θα κάνουν αυτό που θέλουν ανενόχλητοι.
Ίσως να φταίει το ότι οι Υπουργοί του Αλέξη Τσίπρα αδιαφορούν τελείως για την κριτική που τους ασκείται. Άλλωστε, πρόσφατα είδαμε Υπουργό (τον Πολάκη) να απειλεί ευθέως τη ζωή ενός δημοσιογράφου και να έχει την υποστήριξη όλης της κυβέρνησης και λίγες ημέρες νωρίτερα τον Φλαμπουράρη και τον Σταθάκη να διατηρούν τη βουλευτική τους ασυλία σε οικονομικά θέματα που δεν έχουν σχέση με το κοινοβούλιο. Ίσως να φταίει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφέρει να φτιάξει ένα πανίσχυρο επικοινωνιακό επιτελείο και δεν ανησυχούν τα στελέχη του από την κριτική που δέχονται γιατί ξέρουν ότι μπορούν επικοινωνιακά να αντιμετωπίσουν τα πάντα. Ίσως πριν από δυο χρόνια ο κόσμος να ενδιαφερόταν περισσότερο για τα λάθη της κυβέρνησης από ό,τι σήμερα, δίνοντας έτσι στον ΣΥΡΙΖΑ το δικαίωμα να περνάει άφοβα ό,τι νόμο θέλει, όσο κακογραμμένος και αν είναι. Σίγουρα όμως η μέχρι στιγμής αντιπολίτευση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη (ή οποιουδήποτε άλλου κόμματος και αρχηγού) δεν έχει αλλάξει και πολλά στον τρόπο που λειτουργεί η κυβέρνηση.
Τις τελευταίες εβδομάδες ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δείξει τεράστια βελτίωση στον δεύτερο ρόλο του, αυτόν του αρχηγού του κόμματος που θέλει να έρθει στην εξουσία. Όντως έχει συσπειρώσει το κόμμα, έχει αρχίσει να το εξυγιαίνει και όχι μόνο οικονομικά, έχει διαγράψει όσους έπρεπε να διαγράψει, έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις -καλές ή κακές- και θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι θα κερδίσει στις επόμενες εκλογές. Όλα αυτά είναι πολύ καλά για κάποιον που θέλει να γίνει Πρωθυπουργός και ίσως απέναντι σε κάποια άλλη κυβέρνηση να είχαν αποτελέσματα, αλλά απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα δεν είναι αυτό που ορίσαμε ως «αποτελεσματική αντιπολίτευση». Μπορεί να αφήνουν πολλές υποσχέσεις για το μέλλον, αλλά δεν αλλάζουν σε κάτι την κατάσταση την οποία τώρα ζούμε.
Αν εστιάσουμε στην μοναδική επιτυχία μέχρι στιγμής, την αποδοχή δημιουργίας κέντρων κλειστού τύπου για τους μετανάστες που δεν δικαιούνται άσυλο, ίσως μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για το πως μπορεί να αλλάξει έμπρακτα την πολιτική της κυβέρνησης ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η συγκεκριμένη πρόταση έγινε αποδεκτή κατά τη σύνοδο των πολιτικών αρχηγών, ενώ μάλιστα λίγες ημέρες νωρίτερα ο Πρωθυπουργός κατηγορούσε τον Άδωνι Γεωργιάδη ότι είναι ακροδεξιός επειδή είχε προτείνει το συγκεκριμένο μέτρο. Γιατί λοιπόν έγινε δεκτή μια τέτοια πρόταση;
Παρατηρώντας τις συνθήκες βλέπουμε ότι στην πραγματικότητα αν δεν υποχωρούσε ο Αλέξης Τσίπρας και δεν αποδεχόταν τα κέντρα κλειστού τύπου, τότε θα έχανε την υποστήριξη του Κυριάκου Μητσοτάκη ενόψη της κρισιμότατης συνόδου κορυφής για το προσφυγικό, άρα θα είχε πολύ σημαντικότερα προβλήματα. Το να κάνει εκεί μια υποχώρηση είχε επικοινωνιακά για τον Πρωθυπουργό μικρό κόστος, αλλά είχε τεράστιες συνέπειες για τη χώρα την ώρα μιας κρίσης. Ίσως ο πρόεδρος της ΝΔ να μπορεί να εκμεταλλευτεί τον πόθο του Πρωθυπουργού να μείνει ατσαλάκωτος και να καταφέρει έτσι να αλλάξει κάποιες αποφάσεις της κυβέρνησης προς το καλύτερο.
Το σύνταγμα προβλέπει τη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όχι επειδή πρέπει να μαθαίνει, ούτε επειδή σε κάποιους μήνες ή σε κάποια χρόνια θα τον έχει ανάγκη, αλλά επειδή μονίμως χρειάζεται ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι ένα κόμμα που δεν είναι δεκτικό στην αντιπολίτευση, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Δυστυχώς για τη ΝΔ αυτό που πρέπει να αλλάξει δεν είναι ο τρόπος που αποδέχεται η κυβέρνηση την αντιπολίτευση, αλλά ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η αντιπολίτευση ώστε να είναι αποτελεσματική στην συγκεκριμένη κυβέρνηση. Αν δεν λειτουργήσουν οι φωνές και η όξυνση του κλίματος, ας καταθέσει ακόμα περισσότερες προτάσεις, ας προσπαθήσει να δώσει επικοινωνιακές διεξόδους στον Αλέξη Τσίπρα ή ας τον αναγκάσει να πάρει αποφάσεις παρουσιάζοντάς τες ως μονόδρομο. Αν δεν πιάσει τίποτε από αυτά, ας κάτσει με το επιτελείο του και ας βρει κάτι καινούριο να δοκιμάσει. Όπως και να ‘χει, η χώρα σήμερα δεν έχει ανάγκη από έναν μελλοντικό Πρωθυπουργό, αλλά από τον σημερινό αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Για να διαβάσετε δωρεάν το βιβλίο του Δημήτρη Κοντογιάννη «Δεν έχουμε Δημοκρατία: Μια κάπως μποέμ απόδειξη για κάτι που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζαμε», πατήστε εδώ!