Πράγματι οι ψηφοφόροι και υποστηρικτές της μεγάλης φιλελεύθερης παράταξης που ίδρυσε το 1974 ο Κώστας Καραμανλής είναι νοικοκυραίοι. Είναι αστοί. Είναι άνθρωποι του μέτρου. Είναι άνθρωποι της λογικής. Είναι άνθρωποι που ιστορικά στήριξαν τα δημοκρατικά ιδεώδη, πάλεψαν για την ελευθερία και έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για την προστασία της πατρίδας, όπως κάθε Έλληνας.
Ποιο χαρακτηριστικό από όλα αυτά που προαναφέρθηκαν αποτρέπει όλους αυτούς τους νοικοκυραίους Έλληνες να βρεθούν και πάλι στους δρόμους για να υπερασπισθούν, αν χρειασθεί, όλα εκείνα που με αγώνες κατακτήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια; Κανένα. Αντιθέτως. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εκείνα που κινητροδοτούν αγώνες για τη δημοκρατία και την προστασία των θεσμών που τη θωρακίζουν.
Δυστυχώς, στην περίοδο που βιώνουμε, ξανακάνουμε αυτές τις συζητήσεις γιατί η συμπεριφορά της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου γεννά ανησυχίες για το μέλλον των δημοκρατικών μας θεσμών. Είναι προφανές ότι από την Αριστερά στον πρωθυπουργό έχουν απομείνει μόνο οι ίντριγκες και κάθε σκοτεινό στοιχείο, το οποίο τώρα χρησιμοποιεί ως εμπειρία για να παρατείνει με κάθε τρόπο την παραμονή του στην εξουσία και να εμποδίσει την ομαλή μετάβαση της διακυβέρνησης στη Νέα Δημοκρατία. Και το χειρότερο, όλες αυτές οι συζητήσεις γίνονται με αφορμή τη στάση της κυβέρνησης σε ένα μείζονος σημασίας εθνικό ζήτημα, όπως είναι το σκοπιανό.
Είναι προφανές ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα οι κυβερνητικοί εταίροι έχουν εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη. Ωστόσο για τους ίδιους δεν τίθεται θέμα δεδηλωμένης. Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες όμως δεν υπάρχουν πλειοψηφίες αλα καρτ. Δεν είναι δυνατόν στα οικονομικά να πηγαίνουν μαζί και στα εθνικά χώρια. Η κυβέρνηση πρέπει να έχει πλειοψηφία σε κάθε απόφασή της. Και αυτό βέβαια πρέπει να το καταλάβουν όλοι όσοι προθύμως είναι έτοιμοι να σπεύσουν με τη δική τους ψήφο να βγάλουν από τη δύσκολη θέση την κυβέρνηση σε μια ψηφοφορία για το σκοπιανό. Πρέπει όλη η αντιπολίτευση να καταλάβει ότι πλέον η παραμονή αυτής της κυβέρνησης στην εξουσία μόνο κακό μπορεί να κάνει στη χώρα. Και κάθε ψήφος που παρατείνει την παραμονή της στην διακυβέρνηση της χώρας, αποτελεί καρφί στο κορμί της πληγωμένης Ελλάδος.
Πέρα, όμως από το Σκοπιανό η κυβέρνηση βήμα-βήμα δημιουργεί τις συνθήκες για να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Τη δεδομένη στιγμή θα ενώσει τα κομμάτια του παζλ για να θέσει υπό τον έλεγχό της θεσμικές λειτουργίες του δημοκρατικού μας συστήματος.
Οι δηλώσεις των Πολάκη και Περιστέρας Μπαζιάνα ότι «έχουμε την κυβέρνηση αλλά δεν έχουμε ακόμη την εξουσία», αποτυπώνουν τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης.
Οι συνεχείς επιθέσεις στους λειτουργούς της Δικαιοσύνης, δείχνουν ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να την θέσει υπό τον έλεγχό της. Ακόμα και ο επιλεγμένος από την παρούσα κυβέρνηση Πρόεδρος του ΣτΕ κ. Νίκος Σακελαρίου δεν άντεξε τις πιέσεις και ξέσπασε κατά της κυβέρνησης για τις πιέσεις που ασκεί.
Επίσης, η μεθοδική άλωση των ΜΜΕ, είτε με εξαγορές μέσω φίλων, είτε με εκβιασμούς μέσω φορολογικών προστίμων, είτε με απειλές διώξεων αντιπάλων της, δείχνει τις προθέσεις της.
Στόχος της να θέσει και τις τρεις θεσμικές εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) και τη μία άτυπη (Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης) υπό τον απόλυτο έλεγχό της, ώστε να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα τις επιτρέψουν την μείωση αρχικώς της διαφοράς της με τη ΝΔ και στη συνέχεια την επανάληψη της εκλογικής διαδικασίας με απλή αναλογική.
Αν λοιπόν η κυβέρνηση τη φαιά ουσία που σπαταλά για το πώς θα ελέγξει το κράτος για να διατηρήσει την εξουσία, την ανάλωνε στο να δημιουργήσει συνθήκες για σωστή λειτουργία του κράτους και ανάπτυξης, τότε τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά για αυτήν.
Αντιθέτως επιχειρεί να με κάθε δόλιο τρόπο να επηρεάσει την ψήφο των πολιτών υποσχόμενη διορισμούς και προσφέροντας κάθε είδους επιδόματα. Φτωχοποιώντας τους πολίτες μέσα από εξαντλητική υπερφορολόγηση, ελπίζει ότι μέσα από επιδοματικές πολιτικές θα ελέγξει την ψήφο τους.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση η πλειονότητα των πολιτών που είναι, όντως, νοικοκυραίοι οφείλουν να αγωνισθούν για να διατηρήσουν τα κεκτημένα δεκαετιών.
Είδαμε την κυβέρνηση να διαλύει την εργασία και να κυριαρχούν μορφές μερικής απασχόλησης και δεν υπήρξε αντίδραση.
Είδαμε την κυβέρνηση αντί να επαναφέρει στα 760 ευρώ τον βασικό μισθό να τον κατεβάζει στα 360 ευρώ και δεν αντέδρασε κανείς.
Είδαμε την κυβέρνηση να αρπάζει – μέσω φορολόγησης- τα 75 ευρώ από κάθε 100 ευρώ που βγάζει κάθε ελεύθερος επαγγελματίας και δεν αντέδρασε κανείς.
Είδαμε την κυβέρνηση να διαλύει την κοινωνική ασφάλιση και δεν αντέδρασε κανείς.
Είδαμε την κυβέρνηση να υφαρπάζει τις συντάξεις χιλιάδων συνταξιούχων και να τις καθιστά επιδόματα και δεν αντέδρασε κανείς.
Είδαμε την κυβέρνηση να ξεπουλά τη δημόσια περιουσία για έναν αιώνα, για ψίχουλα και δεν αντέδρασε κανείς.
Είδαμε την κυβέρνηση να υποθηκεύει το μέλλον της χώρας με τα υπερπλεονάσματα που δέχθηκε χωρίς αντίσταση και δεν αντέδρασε κανείς.
Είδαμε την κυβέρνηση να διαλύει την υγεία, την δημόσια τάξη και την παιδεία και δεν αντέδρασε κανείς.
Και τώρα βλέπουμε την κυβέρνηση να υπονομεύει θεσμούς για να κερδίσει, επιτέλους, την εξουσία και να για να δυσκολέψει την επερχόμενη νίκη της Νέας Δημοκρατίας.
Αν και τώρα δεν αντιδράσουμε ως πολίτες, ως νοικοκυραίοι που αγωνίσθηκαν για να εδραιώσουν την καλύτερη και μακροβιότερη δημοκρατία που γνώρισε το νεοελληνικό κράτος, τότε θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Μιας μοίρας που οι ίδιοι διαμορφώσαμε με τη λάθος ψήφο στήριξης στον κ. Τσίπρα το 2015.
Όλα όσα συμβαίνουν και όλα όσα πρόκειται να συμβούν πρέπει να βγάλουν τους νοικοκυραίους στο δρόμο. Όπως τους έβγαλαν στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 για να κατακτήσουν την ελευθερία στην έκφραση μέσω της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης αλλά και για να αντιδράσουν στη διαφθορά των σκανδάλων.
Πρέπει να καταλάβουμε κάποια στιγμή, ότι ιστορικά όλες οι μεγάλες αλλαγές και δημοκρατικές κατακτήσεις που έγιναν και σε αυτόν τον τόπο, οφείλονται, κυρίως, στην αστική τάξη. Σε αυτούς που συνηθίζουμε να αποκαλούμε νοικοκυραίους. Ας συνειδητοποιήσουμε λοιπόν ότι επειδή «είμαστε νοικοκυραίοι, αν χρειαστεί, πρέπει να κατέβουμε στους δρόμους».