γράφει ο Δημήτρης Καλούπης.
Η απέχθεια προς τον ξένο δεν μου είναι άγνωστη. Όταν ήμουν στην ηλικία των 11 ετών, εποχή που πλημμύρισε η Ελλάδα με Αλβανούς, μια οικογένεια με ένα αγοράκι ήρθε και έμενε σε μια πολυκατοικία γιαπί στο υπόγειο, δίπλα ακριβώς από το σπίτι μου.
Ο γιος τους ήταν ένα παιδί ξένο. Με την παρέα μου φροντίζαμε να το κοροϊδεύουμε συχνά, παγωτό από ασβέστη, μπάλα γεμισμένη με τσιμέντο και γαριδάκια προσεχτικά αφημένα εκεί που τρώγαν οι γάτες ώστε να τσακωθεί μαζί τους για να τα πάρει.
Ε ρε πλάκες.
Ο ξένος απ’ την ξένη γη είχε καταπατήσει την δικιά μας. Τον χώρο μας μέσα στον οποίο εμείς είμαστε κυρίαρχοι .
Ο ξένος έφερνε μαζί του ένα εκατομμύριο πιθανές αναποδιές . Ήταν βρώμικος και γεμάτος ασθένειες και σίγουρα τον ακολουθούσαν εξωτικά έντομα και βακτήρια που πιθανόν να μπορούσαν να σκοτώσουν όλους τους φίλους μου.
Ήταν ένα Αλβανάκι που η φάτσα του και μόνο μου ξυπνούσε μια απίθανη απέχθεια. Δεν ξέρω γιατί, που κοίταγε με απόρροια από μακριά, που μίλαγε σα χαζό, που κρυβόταν όταν μας έβλεπε.
Στην γειτονιά ήμουν ο ποιο μικρός όλοι με κορόιδευαν , όμως τώρα που ήρθε το Αλβανάκι όλοι κορόιδευαν το Αλβανάκι. Οι δικοί μας δεν μας άφηναν να το ενοχλούμε αλλά τι ξέρανε αυτοί , τους τάιζαν και τους πότιζαν τους βρωμιάρηδες.
Ένα απόγευμα ήρθε μια καρότσα τρίκυκλη, τους μάζεψε και φύγανε, ο μικρός μας άφησε κάτι παιχνίδια δώρο, καλά μην φανταστείς κάτι αηδίες
Για χρόνια το ξέχασα· όταν έπαιρνα τα πράγματα μου από το τρένο στο Έσσεξ, σαν να τον είδα ξανά . Απέναντι μου όπως κατέβαινα από το τρένο που ένωνε το Λονδίνο με το το Έσσεξ. Το ίδιο κι απαράλλαχτο παιδί με τα ίδια επικριτικά μάτια …στην ίδια ηλικία μετά τόσα χρόνια .
Έμενε σε ένα σπίτι όπως πέρναγε ο δρόμος από το σπίτι που νοίκιαζα προς το πανεπιστήμιο. Λες και δεν είχε περάσει ούτε χρόνος , τον συναντούσα στο μπακάλικο που ψώνιζα και έψαχνα να δω μήπως μου έχει βάλλει ασβέστη στο παγωτό μου για εκδίκηση. Όλοι εδώ στο Έσσεξ είναι βρωμοεθνικιστές Άγγλοι, δεν είναι σαν και μας που όλους τους ανεχόμαστε. Που γίναμε ένα με τους Αλβανούς, που τους σταθήκαμε.
Στο Έσσεξ όλοι με κοίταγαν με μισό μάτι με μισούσαν. Ήμουν βλέπεις ξένος απεχθής, φοβόντουσαν ότι θα τους φάω το φαΐ τους. Θα τους πάρω την δουλειά τους .
Μια φορά ξέχασα να πληρώσω έναν λογαριασμό και μου φέραν την αστυνομία, παραπονέθηκα, αν δεν σου αρέσει να γυρίσεις στην πατρίδα σου μου είπε ο μπάτσος . Εδώ είσαι φιλοξενούμενος .
Πέρασε ο καιρός , τελείωσα πήρα πτυχίο και επιτέλους θα έφευγα από το κωλομέρος που όλοι με κοίταγαν με μισό μάτι και θα γύρναγα στην πατρίδα .Ήμουν πρώτος στο τμήμα μου και συνηθιζόταν ο πρώτος να εκφωνήσει ένα μικρό λόγο στην αποφοίτηση . Έψαξα να βρω κάτι μεγάλο και ελληνικό να τους το τρίψω στα μούτρα. Βρήκα ένα ποίημα του Καβάφη για την ξενιτιά μεταφρασμένο και στα αγγλικά και γνωστό . Η Ιθάκη, πόσο πιο ταιριαστό. Διάβασα :
Τους λυστρειγονας και τους κύκλωπας τον άγριο Ποσειδώνα , δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους φέρεις μέσα σου .
Θυμήθηκα το παιδί ,το Αλβανάκι, που το κουβάλησα εδώ μαζί μου και το έβλεπα κάθε μέρα απέναντι απ’ το σπίτι μου.
Το Αλβανάκι που του φέρθηκα όσο άσχημα έβλεπα τους Άγγλους να μου φέρονται.
Και έτσι κατάλαβα πως ξένος δεν είναι παρά ο μέσα μου κόσμος και πως αυτός που δεν ξέρω μου θυμίζει τον πόνο που χρειάζεται για να με μάθω και να με αγαπήσω …όπως θα πρέπει να αγαπήσω και αυτόν και να μην τον φοβάμαι.