Editorial

Διώξτε τον Νίμιτς (για άλλο όμως λόγο)

 

Πριν όμως πούμε οτιδήποτε άλλο, ας ξαναξεκαθαρίσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι γραμμένο το άρθρο. Η Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις σχετικά με την ονομασία των Σκοπίων έχει θέσει κάποιους στόχους, όπως π.χ. το να μην ονομαστουν «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με αυτούς τους στόχους σε αυτό το άρθρο δεν με αφορά. Αυτό που με αφορά είναι το πώς η Ελλάδα θα έρθει πιο κοντά στο να επιτύχει αυτούς τους στόχους.

Με κουράζει πολύ που πρέπει να εξηγώ ότι δεν είμαι ελέφαντας, αλλά το ίδιο έκανα την προηγούμενη εβδομάδα και προφανώς κάποιοι δεν το κατάλαβαν. Ας το ξαναπώ ακόμα πιο ξεκάθαρα: Το αν κάποιος πιστεύει ότι τα Σκόπια πρέπει να ονομαστούν «Σκόπια» ή «Άνω Μακεδονία» ή «Μακεδονική Μακεδονία της Μακεδονίας» δεν αλλάζει στο παραμικρό τους στόχους που έχει θέσει η Ελλάδα εδώ και χρόνια. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύετε, διαβάστε αυτό το άρθρο ως αυτό που είναι και όχι ως αυτό που φαντάζεστε ότι θέλω να υποννοήσω.

Πάμε να δούμε λοιπόν πώς η Ελλάδα θα έρθει πιο κοντά στο να αποφύγει την χρήση του όρου «Μακεδονία» στα Σκόπια ή –τουλάχιστον- σε περίπτωση που ο όρος αυτός υπάρχει να καταφέρει να μην αναγνωριστούν οι Σκοπιανοί ως Μακεδονική εθνότητα, να μην ονομάζονται δηλαδή «Μακεδόνες».

Αυτό αυτή την στιγμή φαίνεται σχεδόν αδύνατον και ένας από τους λόγους για αυτό είναι η ύπαρξη του Μάθιου Νίμιτς.

Αρχικά, ας ξεκαθαρίσουμε ότι ο Νίμιτς έχει προφανώς αποτύχει. Αν κάποιος έχει μία δουλειά και επί 25 χρόνια αποτυγχάνει, τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα επιτύχει τον εικοστό έκτο; Ο άνθρωπος έχει αποτύχει και αυτό είναι αυταπόδεικτο.

Πέρα όμως από αυτό, το να ζητήσουμε την αντικατάστασή του είναι κάτι που συμφέρει την Ελλάδα. Αν αντικατασταθεί, τότε ο επόμενος θα αναγκαστεί να τηρεί μία πιο ουδέτερη –και άρα πιο συμφέρουσα για την Ελλάδα- στάση. Αν δεν αντικατασταθεί, που είναι και το πιο λογικό, τουλάχιστον δημιουργείται στον ίδιο πίεση να κινηθεί περισσότερο προς τις θέσεις μας, ενώ ταυτόχρονα προστίθεται ως διαπραγματευτικό χαρτί η μη αντικειμενικότητά του.

Γιατί όμως να ζητήσουμε την αντικατάστασή του; Ή τουλάχιστον να θέσουμε ζήτημα για την ουδετερότητά του ως διαμεσολαβητή.

Ας ξεκινήσουμε με τα ονόματα τα οποία πρότεινε. Παραδεχόμενοι ότι το πραγματικό ζήτημα δεν είναι η ονομασία της χώρας αλλά το πώς θα αποκαλούνται οι κάτοικοί της, όλα τα ονόματα τα οποία πρότεινε ο Νίμιτς ξεκάθαρα συμφέρουν την μεριά των Σκοπίων. Όπως εξηγούσα και την προηγούμενη εβδομάδα (κλικ εδώ!) είναι εντελώς διαφορετικό το όνομα «Νέα Μακεδονία» από το «Νοβομακεδονία», αφού στη μία περίπτωση η εθνικότητα θα είναι «Μακεδόνες» με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ενώ στην άλλη «Νοβομακεδόνες», το οποίο περιορίζει δραστικά τις όποιες διεκδικήσεις σε θέματα ιστορίας ή εδαφών. Όπως επίσης είναι διαφορετικό το όποιο όνομά τους να είναι στα αγγλικά και διαφορετικό στα σλάβικα, ενιαίο και αμετάφραστο.

Όλα όμως τα ονόματα που πρότεινε ο Μάθιου Νίμιτς έχουν ως πιθανότερη κατάληξη οι Σκοπιανοί ως έθνος να αποκαλούνται «Μακεδόνες», μειώνοντας έτσι σημαντικά την διαπραγματευτική ισχύ της χώρας μας. Αν ήθελε να καταλήξουμε σε μία μέση λύση, τότε ως διαμεσολαβητής θα είχε φροντίσει να προτείνει ονόματα τα οποία εξυπηρετούν μόνο τα Σκόπια και μόνο την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να απορριφτούν από τις δύο πλευρές για να καταλήξουμε σε κάτι κοινώς αποδεκτό. Προφανώς λοιπόν, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στόχος του δεν είναι να βρεθεί μία αμοιβαία αποδεχτή λύση, αλλά να πιεστεί η Ελλάδα να αποδεχτεί μία ονομασία που συμφέρει πιο πολύ την πλευρά των Σκοπίων.

Ένα ακόμα επιχείρημα είναι η προφανής ανικανότητά του στις διαπραγματεύσεις. Το ότι το πρόβλημα παραμένει δυόμιση δεκαετίες μετά, αποδεικνύει το ότι δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για αυτή τη θέση. Ο ίδιος μάλιστα είπε ότι, ενώ είχε 25 χρόνια μπροστά του, δεν μπόρεσε να βρει κάποια καινούρια πρόταση, παραδεχόμενος εν μέρει την ανικανότητά του.

Apotamieuw

Ας έρθουμε όμως στις πρόσφατες δηλώσεις του. Όχι, δεν εννοώ αυτές που έκαναν τον Τζιτζικώστα να ζητήσει την παραίτησή του, και τη ΝΔ να δηλώσει ότι υπερέβη τις αρμοδιότητές του, αλλά αυτές πριν από την συνάντηση της 17ης Ιανουαρίου στη Νέα Υόρκη, όπου είπε ότι η Ελλάδα έχει ήδη αποδεχτεί την υπαρξη του όρου «Μακεδονία» από το Βουκουρέστι το 2008, αλλά και λόγω του «Μ» στο πΓΔΜ, την επίσημη δηλαδή ονομασία των Σκοπίων στον ΟΗΕ. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις… δεν είναι ακριβώς έτσι (π.χ. στο Βουκουρέστι μιλάμε για σύνθετη ονομασία χωρίς όμως να αναφέρεται πουθενά ο όρος «Μακεδονία», ενώ στον ΟΗΕ είναι ξεκάθαρο ότι το «Μακεδονία» είναι γεωγραφικός προσδιορισμός). Αυτό όμως που είναι αξιοπρόσεχτο είναι η τάση του Νίμιτς να παραθέτει επιχειρήματα από τη μία πλευρά, χωρίς όμως να αναφέρει τον αντίλογο. Για παράδειγμα, εστιάζει στο «Μ» της πΓΔΜ και ξεχνάει ότι υπάρχει και το «Γ», το οποίο δεν είναι γεωγραφικός προσδιορισμός, αλλά παραπέμπει σαφώς στο Γιουγκοσλαβική (γιουγκο- σλαβική) υπόσταση του κράτους, ως ιστορική συνέχεια τμήματος της Γιουγκοσλαβίας, στην οποία αποτελούσε ουσιαστικά επαρχία, ως πολιτική μετεξέλιξη της επαρχίας του Σερβοκροατικού βασιλείου, με το όνομα vardarska.

Τέτοιες δηλώσεις –και μάλιστα πριν από μία βαρυσήμαντη συνάντηση- απαγορεύεται να γίνονται από έναν υποτιθέμενα αντικειμενικό διαμεσολαβητή. Επειδή μπορεί κάποιος να μη καταλαβαίνει, όταν αναφερόμαστε στον Νίμιτς δεν μιλάμε για τον Ντόναλντ Τραμπ που μπορεί να πετάξει ό,τι μπαρούφα του κατέβει και ο κόσμος να αδιαφορήσει. Μιλάμε για έναν παλαιάς κοπής διπλωμάτη, που ζυγίζει τα λόγια του και φροντίζει κάθε κουβέντα του να μετράει. Τέτοιες κινήσεις θα έπρεπε να είναι ασυγχώρητες.

Το ότι αποκάλεσε κάποιον Σκοπιανό «Μακεδόνα» και συνέχισε να πλέκει το εγκώμιο του γειτονικού λαού με ένα ψευδοϊστορικό παραλλήρημα δεν είναι ο πρώτος λόγος απομάκρυνσης, αλλά ακόμα μία πολύ καλή αφορμή για να ζητήσουμε κάτι που διαπραγματευτικά είναι αυτονόητο.

Μπορεί να φαίνεται περίεργη κίνηση, αλλά έτσι είναι οι διαπραγματεύσεις. Όπως οι Σκοπιανοί χρησιμοποιούν κάθε διαπραγματευτικό χαρτί που τους προσφέρεται, έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς. Είτε αυτό είναι η αντικατάσταση του Μάθιου Νίμιτς, είτε το βέτο για την ένταξη στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, είτε η εκμετάλλευση των συλλαλητηρίων. Αυτό όμως απαιτεί υπευθυνότητα και ικανότητα στην διαπραγμάτευση από την κυβέρνηση, και κάπου εκεί είναι που σταματάει οποιαδήποτε ανάλυση και ξεκινάει το σκύψιμο του κεφαλιού και η απογοήτευση.


Υ.Γ. Η κυβέρνηση που διοργάνωσε ολόκληρο δημοψήφισμα που υποτίθεται ότι θα της έδινε δύναμη στις διαπραγματεύσεις, είναι μεγάλη κοροϊδία να λέει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει διαπραγματευτικά τα συλλαλητήρια.

ΥΓ2: Ο Τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ κ. Γ. Κουμουτσάκος είπε ότι δεν πρέπει να θέσουμε ζήτημα αντικατάστασης του Νίμιτς γιατί δεν ξέρουμε πόσο κακός θα είναι ο αντικαταστάτης του, ενώ τις «κακίες» του κ. Νίμιτς τις γνωρίζουμε. Για να ακολουθήσουμε όμως μια τακτική που προβλέπει τον Νίμιτς να παραμένει στη θέση του θα πρέπει πρώτα να τον έχουμε θέσει σε μειονεκτική και απολογητική θέση και στη συνέχεια θα πρέπει να ζητήσουμε, με πράξεις, να αποδείξει όχι μόνο τη μεταμέλειά του αλλά και την αντικειμενικότητά του. Αλλά όλα αυτά γίνονται μόνο αφού προηγουμένως θέσουμε θέμα Νίμιτς. Και δυστυχώς η ελληνική κυβέρνηση στην προκειμένη περίπτωση έκανε τις δηλώσεις Νίμιτς «γαργάρα», δημιουργώντας προηγούμενο αφού είναι άλλο ένα γεγονός το οποίο αποδεχτήκαμε.


Για να διαβάσετε δωρεάν το βιβλίο του Δημήτρη Κοντογιάννη «Δεν έχουμε Δημοκρατία: Μια κάπως μποέμ απόδειξη για κάτι που όλοι λίγο-πολύ γνωρίζαμε», πατήστε εδώ!

 

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Δημήτρης Κοντογιάννης είναι ο διαχειριστής του apopseis.gr.

Διώξτε τον Νίμιτς (για άλλο όμως λόγο)

γράφει ο Δημήτρης Κοντογιάννης.

Με εκνευρίζει απίστευτα το να πρέπει να συμφωνήσω σε κάτι με τον Τζιτζικώστα, αλλά η σωστή κίνηση για την Ελλάδα είναι να ζητήσει από τον ΟΗΕ ο ειδικός διαπραγματευτής Μάθιου Νίμιτς να αντικατασταθεί. Για όσους δεν γνωρίζουν, σε μία πρόσφατη συνέντευξή του ο Νίμιτς χαρακτήρισε έναν Σκοπιανό ως «Μακεδόνα», παίρνοντας έτσι σαφή θέση σε σχέση με τις διαπραγματεύσεις. Αργότερα, ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας υποστήριξε ότι για αυτόν τον λόγο η Ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να ζητήσει την αντικατάστασή του, κάτι που θα είναι μια σωστή κίνηση αλλά για λάθος λόγο.