Guest

Διονυσίου ο λόγος

 

 

Γέμισε το ποτήρι του για τελευταία φορά. Δεν είχε κανέναν άλλον για παρέα.

Μια άναρχη φασαρία τον συντρόφευε, φορές και ενοχλητική, ωστόσο εκείνος σχεδόν την επέλεγε. Μονάχα η τηλεόραση έπαιζε με την ίδια σχεδόν ένταση σαν να κρατούσε το ίσο στη φάλτσα σύναξη. Το πρόχειρο δείπνο του στο σουβλατζίδικο της γειτονιάς είχε εδώ και ώρα ολοκληρωθεί. Το κρασί που ακόμα τον περίμενε ήταν κερασμένο από την παρέα που καθόταν στο διπλανό τραπέζι και πριν από λίγο είχε αποχωρήσει.

Ο Διονύσης ήταν τακτικός πελάτης του σουβλατζίδικου. Ήταν η βολική του απόδραση. Δεν χρειαζόταν προετοιμασία, ήταν κοντά το σπίτι του και το πιο σπουδαίο, το προσωπικό είχε συνηθίσει την μοναχική εικόνα του και δεν του απηύθυνε την ενοχλητική ερώτηση, αν περίμενε παρέα. Σχεδόν ποτέ δεν περίμενε.

Αγαπούσε να κάθεται σιωπηλός με το κεφάλι του προσηλωμένο στις σκέψεις του, που συνεχώς τακτοποιούσε και ξέστρωνε, μέχρι να ολοκληρώσει τον κύκλο της παραμονής του στο λαϊκό μαγαζί. Εκεί λίγο πολύ άλλωστε όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Τουλάχιστον φυσιογνωμικά. Αυτό αρκούσε στον Διονύση να νιώθει μιαν οικειότητα με τον χώρο και τους ήχους του. Με την τηλεόραση και την αθέλητη παρέα της, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά, αλλά και αυτό με τον καιρό το συνήθισε.

Το σπουδαίο είναι ότι η τάση του αυτή για απομόνωση δεν τον είχε στιγματίσει, απόδειξη ότι εισέπραττε αβίαστες καλησπέρες και ενίοτε κεράσματα.

Δανεικά οπωσδήποτε, αφού ο ίδιος στην πρώτη ευκαιρία, την επόμενη φορά, τα ανταπέδιδε.

Ο Διονύσης αγαπούσε το …μικροκλίμα του μαγαζιού. Τον πηγαίο αυθορμητισμό της Ματούλας και τού Αντρέα που ήταν υπάλληλοι και αφεντικά ταυτόχρονα.

Τα τελευταία χρόνια συνεπικουρούντο και από τον γιο τους, που ολοκλήρωνε την εικόνα της οικογενειακής επιχείρησης. Οι υπόλοιποι υπάλληλοι, δυό παιδιά, εκτελούσαν τις εξωτερικές διανομές. Ο Διονύσης τους ένιωθε όλους με έναν παράξενο τρόπο σαν οικογένεια του, συμπληρωματική της κανονικής.

Δεν είχε χώρο να μοιραστεί μαζί τους κάποια σοβαρή κουβέντα, αλλά ο σκοπός του όταν επισκεπτόταν το σουβλατζίδικο, ήταν άλλος. Ήθελε να ασχοληθεί μονάχα με τον εαυτό του και τις σκέψεις του, ενώ ελάχιστο ενδιαφέρον έδειχνε για να συγχρωτισθεί ουσιαστικά με τους άλλους. Ένιωθε μέσα και έξω ταυτόχρονα, μαζί και χώρια με τους άλλους, μαζί και μακριά από τον εαυτό του. Ήθελε συνεχώς να παίρνει αποστάσεις από την βαρυτική τους δύναμη, που τον ρουφούσε προς μια εικόνα …καλαπόδι. Είχε τους λόγους του.

Τοπολογικοί. Οι διαστάσεις του δεν ήταν τόσο σταθερές όσο φαίνονταν. Βάρος και ύψος ανήκαν στις εύκολες μετρήσεις που μπορούσαν να γίνουν από τον καθένα και αυτές χοντρικά παρέμεναν αναλλοίωτες. Οι αυξομοιώσεις των διαστάσεων και των διατάξεων ήταν εκείνες που παρ’ότι διέφευγαν τής συνειδητής μας επεξεργασίας, κύρια τον απασχολούσαν. Όχι μεταφορικά, όπως θα υπέθετε κάποιος, αλλά κυριολεκτικά. Πίστευε ότι τα όργανα μας, συνεχώς επηρεάζονταν από τις σκέψεις μας, αυξητικά ή μειωτικά. Η προφανής περίπτωση τού πέους δεν ήταν δυνατόν να ήταν η εξαίρεση. Παράξενο που κανέναν δεν είχε απασχολήσει -απ’ όσο ήξερε τουλάχιστον-, το θέμα στο παρελθόν. Από την άλλη δεν ήταν δυνατόν αδέκαστος να παρακολουθεί τον εαυτό του. Ενδεχομένως ούτε τους άλλους. Πιθανότατα οι μετρήσεις του να είχαν πολλή … υποκειμενικότητα. Προσπαθούσε έτσι να ψυχανεμισθεί, παρά να μετρήσει την πορεία των πραγμάτων που λάμβανε χώρα ακούσια, κάτω … κυριολεκτικά από τη μύτη μας. Είχε σύμμαχο την έκκεντρη σκέψη του. Δεν ήταν παράξενο οπότε, που του άρεσε η μοναξιά του. Πώς θα μπορούσε αλήθεια να μοιραστεί τόσο περίεργες σκέψεις με το κοινό του σουβλατζίδικου; Δεν τους άφηνε εντούτοις απ’έξω.

Δεν μοιραζόταν τον λόγο τους, όμως έκλεβε από την εικόνα τους.

Τους παρατηρούσε όσο μπορούσε πιο διακριτικά και έβλεπε τα αυτιά τους να ορθώνονται ελαφρώς, τα μάτια τους να σπιθίζουν μέσα από τις κόρες τους, τα φρύδια τους ανεπαίσθητα να συγκλίνουν προς τη βάση της μύτης, τη μύτη τους να διαστέλλει τα ρουθούνια της… και όλα αυτά, στο πλησίασμα τού ευωδιαστού κρέατος με την κωδική ονομασία «σουβλάκι». Μετά παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του το ανασήκωμα των φρυδιών στην επαφή τής γλώσσας με το κρασί, που ταυτόχρονα συνοδευόταν από το άπλωμα των αυτιών προς τα πίσω και το πλατάγισμα τής γλώσσας σαν μπαγκέτα στην ιεροτελεστία τής απόλαυσης.

Ως την κατάποση, που ξεφούσκωνε τα ρουθούνια, ίσιωνε τα αυτιά, επανέφερε τα φρύδια στην αρχική τους θέση.

Σκέφτηκε στην αρχή ότι όλα αυτά θα ήταν αποτέλεσμα κάποιων ανατομικών συσπάσεων των επιμέρους οργάνων. Όμως όχι. Ήταν βαθειά υποψιασμένος ότι όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα μιας σκέψης που μοίραζε ρόλους. Φανταζόταν ότι το ίδιο θα συνέβαινε και στα εσωτερικά όργανα. Όμως θα είχε νόημα μια παρόμοια παρατήρηση κι αν ακόμα αποδεικνυόταν αληθής;

Ο Διονύσης και μόνο στην ιδέα της αμφισβήτησης της σπουδαιότητας της παρατήρησης, οργιζόταν. Και βέβαια θα είχε. Η ζωϊκή αυτή χαρτογράφηση θα απεκάλυπτε ότι ήταν πολλές διαδικασίες μαζί. Η μία σκέψη ήταν πολλές. Η μια εντολή θα χωριζόταν σε τόσες, όσες και οι αποδέκτες της. Οπότε η περιληπτική έννοια της απόλαυσης θα ήταν στην ουσία πολλές απολαύσεις μαζί, που η μία θα συμπλήρωνε την άλλη.

Ίσως λοιπόν δεν είναι μόνο τα γεννητικά όργανα που διογκώνονται για απόλαυση.

Ίσως ο λόγος και των υπολοίπων οργάνων –όλων ανεξαιρέτως- να είναι το ίδιο θαυμαστικός ή αηδιαστικός με κείνον, που η κυρίαρχη σκέψη μας αποδίδει μονότροπα και με έμφαση, στα γεννητικά μας κέντρα. Πιθανόν το στομάχι να φούσκωνε προκαταβολικά στην ιδέα της τροφής και να το έλεγε.

Ο Διονύσης δεν μπορούσε να έχει άλλους στο τραπέζι του. Θα περιοριζόταν στα στομάχια, που η …σκέψη τους θα επικοινωνούσε με την δική του. Από την ασφαλή απόσταση που ο κοινός λόγος των ανθρώπων, δεν θα διέκοπτε αυτές τις ιδιαίτερες συνομιλίες-σκέψεις. Τις ντυμένες και με τον λόγο του Διονύση.


 

Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!


Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960.

Απόφοιτος της Μαθηματικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων

Μαθήτευσε στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα «Ιστορία Τέχνης»

Πρόσφατα εξέδωσε

Τη συλλογή διηγημάτων «Με τα μικρά τους ονόματα» εκδ. Γαβριηλίδης

Τις ποιητικές συλλογές «Τα χαϊκού της Παρασκευής», «Οδοιπόρες λέξεις», «190+1 χάικου», και «Ασύμμετρες Αναπνοές» εκδ. Γαβριηλίδης και «Θεάσεις», εκδ. Βακχικόν

και το θεατρικό έργο «Η Παράσταση»   εκδ. Δωδώνη

τα οποία μπορείτε να βρείτε εύκολα στα περισσότερα βιβλιοπωλεία, αλλά και μαζί με τον ίδιο στο Σύνταγμα, Βουλής 14

Διονυσίου ο λόγος

ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.

 

Διονυσίου ο λόγος

 

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο