Στην πραγματικότητα, η δικαιοσύνη που απολαμβάνει μια χώρα κράτος-μέλος της Ε.Ε. είναι πολύ πιο ισχυρή από αυτή που απολαμβάνουν κράτη «ελεύθερα, αδέσμευτα και ανεξάρτητα». Στο διεθνές δίκαιο δεν υπάρχει χώρος για ένα «κοινό» περί δικαίου αίσθημα, επειδή κοινό είναι μόνο ότι έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης. Για παράδειγμα, σε δυο χρόνια η κυβέρνηση Ομπάμα θα αποτελεί παρελθόν. Πρόκειται για μια Προεδρία που ξεκίνησε με ένα προκαταβολικό Νόμπελ Ειρήνης και προσδοκίες στις οποίες μάλλον κανείς δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί. Στο μέλλον, ίσως κάποιοι θα θυμόμαστε την Προεδρία Ομπάμα για τη συνεισφορά της στην παγκόσμια ειρήνη. Όμως, είναι πολύ πιο πιθανό να τη θυμόμαστε για την επιτυχία ή την αποτυχία της συμφωνίας Διατλαντικού Συνεταιρισμού Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ) μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ. Και επειδή η υστεροφημία είναι πολύ ισχυρό κίνητρο, μια κάποια συμφωνία μπορεί τελικά να υπάρξει.
Στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης που αισίως οδεύει στον έβδομο κύκλο της, οι διαφορές που αντιμετώπισαν η Ευρώπη και οι ΗΠΑ δεν ήταν αμελητέες. Οι δυο παραδοσιακοί οικονομικοί, εμπορικοί και στρατιωτικοί εταίροι είχαν εδώ και δεκαετίες κλείσει όλες τις «εύκολες» συμφωνίες. Οι διαφορές που παραμένουν έχουν γερά θεμέλια. Η Ευρώπη, για παράδειγμα, θέλει να προστατεύσει τα αγροτικά προϊόντα ονομασίας προέλευσης, θέλει σήμανση και έλεγχο της πώλησης γενετικά τροποποιημένων προϊόντων, και θέλει προστασία της πολιτιστικής της βιομηχανίας. Ας φανταστούμε όμως τι θα συνέβαινε εάν σε μια παρόμοια διαπραγμάτευση δεν εισερχόμασταν ως ‘Ευρώπη’, αλλά ως η μικρή πλην όμως κυρίαρχη Ελλάς.
Το κάθε ζήτημα που διαπραγματεύονται οι Βρυξέλλες με την Ουάσιγκτον έχει τη δική του βαρύτητα. Ο ‘διάβολος’ όμως φαίνεται ότι ίσως κρύβεται τελικά στη διαδικασία επίλυσης διαφορών που θα προκύψουν στο μέλλον, μετά την υπογραφή της συμφωνίας. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα από τα ζητήματα που τίθενται είναι η διαδικασία επίλυσης διαφορών μεταξύ ιδιωτών επενδυτών και κρατών (ISDS). Παρόμοιες ρυθμίσεις πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1960 με σκοπό να προστατέψουν επενδυτές από τον κίνδυνο κατασχέσεων και αυθαίρετων απαλλοτριώσεων, δίνοντας σε ιδιώτες το δικαίωμα να κινούνται δικαστικά ενάντια σε κράτη, όταν αυτά νομοθετούν με τρόπο που θίγει τα συμφέροντά τους, με τρανταχτό παράδειγμα τις κρατικοποιήσεις. Κι αυτό, για την προστασία ακριβώς των διωτών έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, επιστρατεύοντας μάλιστα στρατιές εξαιρετικών δικηγόρων, αλλά περιορίζοντας ωστόσο σημαντικά την πολιτική κυριαρχία κυβερνήσεων.
Και δεν μιλάμε για χώρες μικρές, όπως ο Ισημερινός, που καλείται να αποζημιώσει πετρελαϊκές εταιρείες επειδή έκλεισε ρυπογόνες μονάδες άντλησης πετρελαίου στην καρδιά του Αμαζονίου. Πρόσφατα, μια Σουηδική εταιρία παραγωγής ενέργειας πέτυχε αποζημίωση δισεκατομμυρίων από την κυβέρνηση Μέρκελ, επειδή η Γερμανία αποφάσισε την σταδιακή κατάργηση της χρήσης πυρηνικής ενέργειας. Στο μεταξύ, μια πολυεθνική καπνοβιομηχανία ετοιμάζεται να σύρει την Αυστραλία στα δικαστήρια προκειμένου να αποζημιωθεί για την εξαιρετικά αυστηρή πολιτική τής χώρας στη σήμανση του καπνού. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία και η προάσπιση του «κοινού» περί δικαίου αισθήματος δεν αποτελούν αυτονόητες και δεδομένες έννοιες. Η προάσπισή τους απαιτεί, για διαφορετικούς λόγους, διαρκή επαγρύπνηση, προετοιμασία και συμμαχίες.
Ολοένα και περισσότερο, τα κράτη έχουν να επιλέξουν μεταξύ συνασπισμών, χώρες με τις οποίες μοιράζονται ένα «κοινό» περί δικαίου αίσθημα, ή έναν περήφανο και εν πολλοίς μοναχικό δρόμο, που σπάνια καταλήγει στην έκφραση μιας αυθεντικότερης και ουσιαστικότερης δημοκρατίας. Συχνά, καταλήγει απλά σε αδυναμία ή, ακόμα χειρότερα, συμμαχίες ανάγκης που οδηγούν σε υποτέλεια. «Η σκληρή πραγματικότητα της Ε.Ε.», για παράδειγμα, ωχριά μπροστά στην πραγματικότητα της Ουκρανίας.
Το δίκαιο δεν είναι μόνο το δίκαιο του φαινομενικά ισχυρού σε μια διαπραγμάτευση. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το δίκαιο δεν είναι ποτέ το δίκαιο του αδυνάμου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στο «Βήμα»