γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Μέσα στη δίνη της πολιτικής αντιπαράθεσης πολλές φορές λέγονται πράγματα που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει την κατάληξη που θα έχουν.
Αυτό θα μπορούσε να λεχθεί για την στοχοποίηση στην οποία είχε περιέλθει ο Παύλος Μπακογιάννης από το ΠΑΣΟΚ του 1989, όταν εμμέσως η Χαριλάου Τρικούπη εμφάνιζε τον αείμνηστο Βουλευτή της ΝΔ ως τον μεσάζοντα μεταξύ του κόμματός του και της εταιρείας «Γραμμή» του Γιώργου Κοσκωτά, με αφορμή την συνεργασία του με το περιοδικό ΕΝΑ που είχε εξαγοράσει η εταιρεία του καταδικασθέντος για το σκάνδαλο με τα… «pumpers».
Λίγες μέρες μάλιστα πριν από τη δολοφονία του, ο Παύλος Μπακογιάννης είχε γίνει πρωτοσέλιδο (30 Αυγούστου 1989), στη μεγαλύτερη, τότε, εφημερίδα της χώρας, στα ΝΕΑ, με έναν τρόπο που καταφανώς τον στοχοποιούσε. Η εφημερίδα δημοσίευσε το «κατηγορητήριο» του δικαστικού Δημήτρη Ευθυμιάδη για ένα αδίκημα που παραπέμπετο στο αρχείο, συν τοις άλλοις και λόγω παραγραφής. Μετά από 27 ημέρες, το κατηγορητήριο αυτό είχε υιοθετήσει πλήρως στην προκήρυξή της η «17Ν»
Μετά την δολοφονία του Μπακογιάννη, πολλά ελέχθησαν και πολλές απόψεις αναθεωρήθηκαν, κυρίως, όμως, όλοι γίναμε πιο προσεκτικοί, σε ό,τι αφορά στη στοχοποίηση πολιτικών αντιπάλων.
Η περίοδος της περίσκεψης και της συστολής, έληξε απότομα με τα πρωτοφανή επεισόδια που ακολούθησαν τη δολοφονία Γρηγορόπουλου (6/12/2008). Επί πέντε ημέρες η Αθήνα καιγόταν αλλά κανείς δεν αντιδρούσε. Ούτε καν εκείνοι που εκ του νόμου και του Συντάγματος έχουν το νόμιμο δικαίωμα άσκησης βίας, για την υπεράσπιση της κοινωνικής γαλήνης και της δημοκρατίας, δηλαδή το κράτος και οι υπηρεσίες του.
Με αφορμή το τραγικό γεγονός του Γρηγορόπουλου, η βία σε μερίδα της κοινωνίας έγινε ξανά αποδεκτή.
Ακολούθησε η βία κατά πάντων όσων ενστερνίσθηκαν και ψήφισαν το πρώτο μνημόνιο. Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ το 2010-2012 δεν μπορούσαν καν να κάνουν δημόσια εμφάνιση. Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τους κυνήγαγαν από γειτονιά σε γειτονιά.
Υπήρξαν στιγμές που η Βουλή απειλήθηκε πραγματικά από τους «αγανακτισμένους». Και – τουλάχιστον σε μια περίπτωση για την οποία έχω ιδία αντίληψη- αν δεν ήταν το ΠΑΜΕ να τους απωθήσει, οι «αγανακτισμένοι» θα είχαν εισβάλει στο κοινοβούλιο και θα το είχαν κάψει.
Με τον τρόπο αυτό και με την αδυναμία αντιμετώπισής της, μπήκαμε σε μια εποχή που η βία έγινε αποδεκτή ως μέθοδος πολιτικής δράσης από μερίδα πολιτών και πολιτικών. Φθάσαμε μάλιστα στο σημείο που λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές (9/1/2015) ο τότε εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης ισχυρίσθηκε ότι υπάρχει «πολιτικό υπόβαθρο» στις πράξεις της «17Ν», ενώ ο βουλευτής Θ. Δρίτσας δήλωνε ότι οι εγκληματίες-τρομοκράτες «δεν είναι δολοφόνοι του κοινού ποινικού δικαίου» και ότι η δράση τους ήταν «πολιτική».
Στο διάστημα που ακολούθησε και με αφορμή τα μνημόνια, υπήρξε η καλλιέργεια μιας σκόπιμης σύγχυσης που κατέληγε πάντα στη σύγκριση της βίας των αγορών και του καπιταλιστικού συστήματος ή των νεοφιλελεύθερων απόψεων, με την κοινωνική και πολιτική βία.
Το ζήτημα βέβαια είναι ότι την άποψη αυτή αποδέχθηκαν και υιοθέτησαν δύο συγκεκριμένες ομάδες που τότε εθεωρούντο άκρα. Η κοινοβουλευτική παραλλαγή μιας εκ των δύο βρίσκεται στην κυβέρνηση. Η άλλη απλώς ανέχεται και στηρίζει!!! Έφθασε μάλιστα στο σημείο να λεχθεί από τον κυβερνητικό εταίρο Πάνο Καμμένο το αμίμητο, αλλά απόλυτα καταδικαστέο: «Μπορεί να μην έχουν ανατιναχθεί κάποια κανάλια κοντά στον Πειραιά, αλλά έχει ανατιναχθεί η ελληνική οικογένεια» (Φεβρουάριος 2015, έξω από το Μαξίμου).
Φυσικά μετά τον χτύπημα στις εγκαταστάσεις του ΣΚΑΙ και της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, οι μεν ρήσεις για πίστη στη δημοκρατία, από επίσημα χείλη, είναι συνεχείς. Οι πράξεις όμως, δυστυχώς, δείχνουν μια ανεπίτρεπτη ανοχή σε φαινόμενα βίας, λες και υπάρχει αδυναμία ή έλλειψη βούλησης να «μπουζουριάσουν» τους μέχρι χθες συντρόφους τους. Τους συντρόφους που αποκαλούν ως τα… «παιδιά» και τους στέλνουν με… ΤΑΧΙ στο σπίτι τους, αν κάνει το λάθος η αστυνομία να τους συλλάβει….
Θα πει κάποιος ότι συγχέω τη βία του «Ρουβίκωνα» με τη βία των τρομοκρατικών οργανώσεων.
Δεν την συγχέω. Θεωρώ τη μία συνέχεια της άλλης. Πιστεύω ότι οι «παρεμβάσεις» του «Ρουβίκωνα» οδηγούν στη βία των τρομοκρατικών οργανώσεων γιατί αποτελούν το «πρώτο βήμα» και τον ιδεολογικό «προθάλαμο» της τρομοκρατίας.
Βιώνουμε λοιπόν τη νέα γενιά τρομοκρατών που σε τίποτα δεν διαφέρουν από εκείνη της «17Ν». Κι όποιος ισχυρισθεί ότι τα χτυπήματα γίνονται νύκτα για να μην υπάρχουν θύματα ή ότι προειδοποιούν πριν χτυπήσουν, να θυμηθεί να τους στείλει μια… ευχαριστήρια ανθοδέσμη. Γιατί ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι σε μια «στραβή» δεν θα υπάρξουν θύματα; Αν και τα προειδοποιητικά χτυπήματα στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά απειλή ότι «μπορούμε να χτυπήσουμε και χωρίς προειδοποίηση. Για μια φορά ακόμα σας πιάσαμε στον ύπνο. Άντε κι αυτή τη φορά σας τη χαρίζουμε…»
Πότε, όμως θα έλθει η ώρα που δεν θα μας τη χαρίσουν; Και ποιοι θα είναι τα θύματα;
Ο ΣΚΑΙ στο χτύπημα, ξημερώματα της Δευτέρας, ήταν αφύλακτος από αστυνομικές δυνάμεις. Δεν ξέρω αν θα αποτρεπόταν το χτύπημα αν τον φύλαγε η ΕΛΑΣ, αλλά εκείνο που είναι αδιαμφισβήτητο, είναι ότι ήταν αφύλακτος.
Στις 19 Μαρτίου 1983, κάποιοι- ακόμα άγνωστοι- θέλοντας να κλείσουν τη φωνή της ναυαρχίδας, τότε, του αγώνα της αντιπολίτευσης, δολοφόνησαν μέσα στο γραφείο του τον εκδότη της ΒΡΑΔΥΝΗΣ Τζώρτζη Αθανασιάδη. Έκτοτε η εφημερίδα πήρε την κάτω βόλτα… Τον σκοπό τους τον πέτυχαν…
Σήμερα ο ΣΚΑΙ είναι η ναυαρχίδα του αγώνα κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν εξετάζω τι θα κάνει αύριο που η ΝΔ θα είναι κυβέρνηση. Προσωπικά θεωρώ ότι ίσως να είναι πιο σκληρός στον έλεγχό του απέναντι στα λάθη μιας κυβέρνηση της ΝΔ, γιατί με τον αγώνα που κάνει κατά του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά ότι έχει τη νομιμοποίηση να το κάνει. Άλλωστε κύριο έργο των ΜΜΕ είναι ο έλεγχος της εξουσίας. Ωστόσο εκείνο που ξέρω καλά είναι ότι καμιά μορφή εξουσίας (ούτε πολιτική, ούτε δημοσιογραφική) δεν έχει το δικαίωμα να στοχοποιεί πρόσωπα και ΜΜΕ. Δυστυχώς η στοχοποίηση έχει γίνει συνήθεια για το «σύστημα ΣΥΡΙΖΑ». Δεν είναι μόνο ο… «μπρουτάλ» κατά τον κ. Παπαγγελόπουλο (πόσα άραγε υπονοεί αυτός ο χαρακτηρισμός…) τρόπος του κ. Πολάκη. Μπροστάρης στον χορό της φασίζουσας στοχοποίησης είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός με τις κατηγορίες κατά του ΣΚΑΙ για Fake News ή για την απόκρυψη ειδήσεων.
Με τον τρόπο που συμπεριφέρονται φυσικό είναι να πάει ο νους μας στον επόμενο στόχο, τον οποίο ένας πολιτικός αναλυτής με στοιχειώδης γνώσεις της σημερινής πολιτικής πραγματικότητας της χώρας μπορεί να καταλάβει ποιος θα είναι.
Δεν ενδυναμώνεται όμως έτσι η δημοκρατία μας, καθώς καμιά δημοκρατία δεν μπορεί να επιζήσει μέσα στην απειλή της βίας, στην τρομοκρατία, στις διώξεις πολιτικών αντιπάλων και στις φυλακίσεις και στις επιθέσεις με βόμβες εναντίον ΜΜΕ και λειτουργών του Τύπου.
Ο δρόμος του διχασμού που έχει ανοίξει ο κ. Τσίπρας και η παρέα του, η προσπάθεια νεκρανάστασης του εμφυλιοπολεμικού κλίματος, ο διαχωρισμός των ΜΜΕ σε «βοθροκάναλα της διαπλοκής» στα οποία βάζουμε εμπάργκο* και σε φίλια μέσα, πολλά εκ των οποίων τα κρατάνε από τον «λαιμό» μέσω των φορολογικών τους υποχρεώσεων ενώ άλλα τα συντηρούν μέσω της κρατικής διαφήμισης, η ανοχή στη βία και η διάχυση της ανασφάλειας στο σύνολο της κοινωνίας, δεν είναι ευοίωνα δείγματα για το πού οδεύει η κοινωνία μας.
«Σήμερα» είναι ο ΣΚΑΙ. Άραγε αύριο ποιος έχει σειρά; Ποιος στοχοποιείται από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και μάλιστα από το βήμα της Βουλής; Καταλαβαινόμαστε… Αλλά το κακό είναι ότι καταλαβαίνουν και οι τρομοκράτες!
Και πώς μπορεί να ασκήσουν τα ΜΜΕ τον ελεγκτικό τους ρόλο όταν βρίσκονται υπό μόνιμη απειλή, ότι αύριο μπορεί να έλθει η σειρά τους;
Δυστυχώς δεν μπορούν να κατανοήσουν πόσο κακό κάνουν στη δημοκρατία και στην κοινωνία με την ανοχή που επιδεικνύουν στη βία. Σε ένα τέτοιο κλίμα ακραίας πόλωσης, που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ, με την βία να βρίσκεται στην ατζέντα της καθημερινότητας, με την έκρηξη της ανομίας να δημιουργεί συνθήκες γενικής ανασφάλειας και με κυρίαρχη τη λογική «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», πιστεύει κανείς ότι μπορούν να δημιουργηθούν συνθήκες οικονομικής ασφάλειας για να προσελκύσουμε επενδύσεις; Η μη προσέλκυση επενδύσεων, όμως, ουσιαστικά στρέφεται κατά της ίδιας της κοινωνίας και του λαού, αφού η μη εισροή κεφαλαίων σημαίνει παράταση της ανεργίας και έλλειψη ρευστότητας από την αγορά. Δηλαδή φτώχεια. Και φτωχός δεν είναι ο «Μανόλο του Παππά» και οι «εντιμότατοι φίλοι» του μεγάρου Μαξίμου, αλλά ο λαός.
Όλοι αυτοί οι όψιμοι επαναστάτες και οι προστάτες τους στην κυβέρνηση, που κόπτονται, δήθεν, για τα δικαιώματα των αδυνάμων, πρέπει να καταλάβουν ότι η σύγχρονη δημοκρατία και το σύγχρονο κοινωνικό κράτος δεν οικοδομούνται μέσα από οργή, θύμο, τρικάκια, γκαζάκια, βόμβες και σφαίρες. Οικοδομούνται μέσα από τον διάλογο και την ανοχή στην διαφορετική άποψη, μέσα από την επιμονή στη συναίνεση και στο δικαίωμα του αντιπάλου σου να σε αντιπολιτεύεται. Μέσα από το γκρέμισμα των διαχωριστικών γραμμών και την εξάλειψη του ταξικού μίσους. Μέσα από την επικράτηση της λογικής και του ρεαλισμού και τον περιορισμό του λαϊκισμού και της δημαγωγίας…
Όμως σε αυτήν την περίπτωση οι σημερινοί κυβερνώντες δεν θα είχαν λόγο πολιτικής ύπαρξης… Και αυτό το γνωρίζουν πρωτίστως οι ίδιοι.
* Με αφορμή το τρομοκρατικό χτύπημα στον ΣΚΑΙ έρχεται στην επιφάνεια και το εμπάργκο που έχει επιβάλλει η κυβέρνηση στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο του Ομίλου. Πολλοί μάλιστα συνέκριναν το συγκεκριμένο εμπάργκο με αυτό που έχει επιβάλλει η ΝΔ στην ΕΡΤ. Ωστόσο πρόκειται για δύο ξεχωριστά πράγματα.
Ο ΣΚΑΪ είναι ένα ιδιωτικό δημοσιογραφικό συγκρότημα που έχει κάνει συγκεκριμένη πολιτική επιλογή. Είναι δικαίωμα της ιδιοκτησίας του. Η ΕΡΤ όμως δεν είναι ιδιοκτησία κανενός ιδιώτη οικονομικού παράγοντα. Είναι ιδιοκτησία του ελληνικού λαού γιατί ο ελληνικός λαός την πληρώνει μέσω του ειδικού τέλους στους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Στον ΣΚΑΪ η κυβέρνηση επέβαλε εμπάργκο γιατί διατυπώθηκε μια πληροφορία, για αλλαγή των ηγεσιών της ΕΛΑΣ και της Πυροσβεστικής μετά τις πυρκαγιές στο Μάτι. Η είδηση επιβεβαιώθηκε, αλλά το εμπάργκο παρέμεινε. Που σημαίνει ότι στόχος της κυβέρνησης ήταν να πλήξει το σταθμό και να «προστατεύσει» τους βουλευτές της από τυχόν λάθη στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν το συριζαϊκό σύστημα που καταρρέει. Στην ΕΡΤ η ΝΔ επέβαλε το εμπάργκο επειδή ο κεντρικός σχολιαστής της χαρακτήρισε θεωρητικό του φασισμού τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Κατηγορία για την οποία ο σχολιαστής διαγράφηκε δια βίου από την ΕΣΗΕΑ, το συνδικαλιστικό όργανο των δημοσιογράφων. Η ΕΡΤ όμως συνεχίζει στην ίδια γραμμή να υβρίζει τον Κ. Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Η διαφορά δεν είναι κατανοητή μόνο σε εκείνους που δεν θέλουν να την καταλάβουν.
Η ΝΔ δεν πρέπει να υποχωρήσει στην υπόθεση του εμπάργκο προς την ΕΡΤ. Πρέπει να ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται για εμπάργκο προς ένα κανάλι αλλά για εμπάργκο προς μια φασίζουσα νοοτροπία η οποία δεν σέβεται θεσμούς και εκτοξεύει μέσω των υπαλλήλων του συστήματος ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, λάσπη και κατηγορίες, χαμηλώνοντας καθημερινά τον πήχυ και τα όρια της δημοκρατίας.
Η συνέχιση του εμπάργκο στην ΕΡΤ όσο η –κατά τα λοιπά- δημόσια τηλεόραση δεν αλλάζει τακτική και υιοθετεί τις απόψεις κάθε Καψώχα που ανερυθρίαστα υποστηρίζει ότι η βόμβα στον ΣΚΑΪ ήταν προβοκάτσια ή ότι ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είναι φασίστας, είναι δημοκρατικό καθήκον της ΝΔ και όχι τιμωρία προς ένα κανάλι.