γράφει ο Νικόλαος Χρ, Γκίκας
Στο σύγχρονο κόσμο η καινοτομία αφορά και τα πολιτικά κόμματα. Οι σύγχρονοι πολιτικοί ,άλλωστε , εμπλέκονται σε ένα περίπλοκο δίκτυο σχέσεων και ενίοτε απαιτούν σπρώξιμο. Με το αζημίωτο βέβαια…
Οι προσπάθειες ήταν εντυπωσιακές. Έτσι λοιπόν, όταν κάποιος δεν “κελαηδάει”, χρειάζονταν δηλαδή καμιά δεκαριά πρόβες για να αρθρώσει λόγο, παρουσιάζονταν ως ήρεμη δύναμη, διακριτικός χωρίς ακρότητες και αλαζονεία και επομένως οι φωνές ήταν περιττές. Ένας άεργος υποψήφιος πάλι, συνταξιούχος ή εισοδηματίας, γυρίζοντας από χωριό σε χωριό με μια γκλίτσα, κερνώντας καφέδες και τσίπουρα τους συμπατριώτες με το απαράμιλλο ελληνικό ραχάτι, παρουσιάζονταν κοντά στους πολίτες. Αντιλαμβάνονταν άμεσα το σφυγμό του πονεμένου κόσμου και ήταν δίπλα τους.
Η ματαιοδοξία δεν επέτρεπε την πολιτική αποστρατεία, οδηγώντας στο αυτάρεσκο “με θέλει ο κόσμος, με σπρώχνει να βγω μπροστά”.
Στα νεαρότερα μοντέλα η κλακέτα εστίαζε στις ανφάς και προφίλ εμφανίσεις. Τα εικονισματάκια συμπλήρωναν το παζλ για να σκαλώσει οτιδήποτε αδέσποτο. Με τις αριστείες και το βαρύ βιογραφικό αναρτημένο ήδη στα social προσβλέπουν για άμεση αξιοποίηση. Ο ναρκισσισμός στο μεγαλείο του. Το «ελέω Θεού» κληρονομικό δικαίωμα, σμιλευμένο στα πελατειακά χαρακτηριστικά, άκμαζε πάντα στον τόπο μας. Κατά τον Κονδύλη ,μάλιστα, αποτέλεσε το εμπόδιο στην ευρωπαϊκή αστικοποίηση της χώρας. Παρότι λοιπόν οι Βεμπεριανές νομοκατεστημένες τάξεις επιδιώκουν μια παραδοσιοκρατική προσέγγιση, πλάθοντας συχνά πολιτικούς κηφήνες, εντούτοις φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν.
Ο Κώστας είναι μια από αυτές. Η αναγνωρισιμότητα και ο πολιτικός αλτρουισμός, άνοιξαν νέα κεφάλαια ανιδιοτελούς πολιτικής προσφοράς. Τέτοιους ψήφους νεποτισμού αξίωσε το αθλητικό, το πολιτιστικό και εσχάτως το καλλιτεχνικό πάλκο, όπως ακριβώς αξιώνει μια διαφήμιση πάνας ακράτειας. Με τα γνωστά αποτελέσματα. Για τους υποψήφιους αλεξιπτωτιστές, το αίσθημα δικαιοσύνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν υψηλό. Ωσάν τη μύγα μες στο γάλα, επιλέγαν ευφάνταστες αερολογίες, ανεβάζοντας την πολιτική σκέψη στις εγκεφαλικές παρειές. Τρίχες ανιδεότητας δηλαδή, απείρως ωστόσο αποδοτικότερες από τον στείρο κομματικό λόγο.
Δυστυχώς για τους πολίτες, η πλειονότητα των “πεφωτισμένων” βαρβάρων, περισσότερο πρόβαλλε διχαστικά διλλήματα και ξύλινη γλώσσα παρά λογικά επιχειρήματα προόδου. Πρόβαλε το μαύρο παρά το μέλλον, τη δυστυχία παρά την χαρά. Καταφανώς μια γενιά παλαιοκομματικών προσώπων και αντιλήψεων απαλλοτριώθηκε οριστικά στις εκλογές αυτές∙ πατριδοκάπηλοι, θεομπαίχτες, πολιτικοί τσαρλατάνοι, διεθνιστές, αναρχοαριστεροί. Κάποιοι βέβαια παρεισφρήσαν σε γραφεία, σε μια συμβιωτική σχέση αμοιβαίας επίπλευσης. “… Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις”. “… Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;”
Οι προσδοκίες πλέον είναι μεγάλες και οι ευθύνες υπέρμετρες.