γράφει ο Αναγνώστης-Νότης Ιωάννου.
Τόσος χρόνος που έχουμε πια συνολικά διανύσει υπό συνθήκες πανδημίας, στάθηκε σίγουρα επαρκής για ώριμες σκέψεις, αν όχι και άρτια συμπεράσματα, τελικά ή όχι. Αν πάντως ενδιάμεσα, την περασμένη Άνοιξη, νοιώσαμε κατάπληκτοι την παγωνιά του θανάτου να μας διαπερνά ως το μεδούλι, σήμερα, εννέα σχεδόν μήνες κατόπιν, αποκαμωμένοι, ζούμε την δεσποτική, σιδερένια επικυριαρχία του φόβου. Πανδημία, έναν ακέραιο αιώνα μετά την προηγούμενη, μονολογούμε σαστισμένοι, με το βλέμμα στραμμένο στην νέα γενιά, στα παιδιά μας. Η καρδιά μας μιλά. Βαρύς ο κλήρος που μας έλαχε..
Ευτυχούμε βέβαια, όλως εσχάτως, βλέποντας με ανακούφιση την παγκόσμια επιστημονική πανστρατιά να ευδοκιμεί, με την εύρεση – διαστάσεων ανακάλυψης – των εμβολίων, αποδίδοντας έτσι τα μέγιστα σε χρόνο Ιατρικά ακαριαίο. Υποχωρεί έτσι η ανησυχία, η απόγνωση, ενώ στην θέση της υπεισέρχεται η ελπίδα, η προσμονή.
Ωστόσο, ο χρόνος που απομένει μέχρι την υπερπήδηση σχετικών δυσχερειών και προβλημάτων, αν και πιθανολογείται σύντομος, δεν παύει να είναι εξαιρετικά κρίσιμος, ιδίως την στιγμή που ο ιός επελαύνει σαρωτικά και η λίστα των θυμάτων του μακραίνει. Τόσο άδικα, τόσο άγρια, τόσο ακατανόητα.
Αυτή είναι πλέον η θεματολογία της ζωής, της καθημερινότητας μας, κυρίως αυτή. Ό,τι απομένει δεν είναι παρά υπόλοιπο, αντοχή, περίσσευμα, εξαίρεση. Κανόνας είναι, τις τελευταίες μόνο ημέρες, το εάν ο ιός πράγματι μεταλλάχθηκε, ως προς τι, εάν αναμένονται περαιτέρω μεταλλάξεις του, εάν (θα) καλύπτονται από τα εμβόλια, εάν, εάν..Μια διαρκής ανησυχία, μια ανασφάλεια, ένας πρωτόγνωρος πονοκέφαλος, για εμάς, όπως και την Ιατρική εμπροσθοφυλακή που αγρυπνά για την φροντίδα μας.
Ζούμε πολιορκημένοι από τον φόβο. Η επενέργειά του είναι πολύμορφη και εμφανής: Πασχίζει κανείς να συμμαζέψει την σκέψη του, το μυαλό του, με μεγάλη δυσκολία. Να συγκεντρωθεί, να συντονιστεί, να οργανώσει, να προγραμματίσει. Τόσες ώρες περιορισμένοι στο σπίτι, ιδίως καθώς βραδιάζει, τόσος χρόνος, για να αισθανθεί, να γίνει πιο δημιουργικός. Προσλαμβάνουμε τον χρόνο ως καταναγκασμό, όχι ως ευκαιρία, ίσως επειδή είναι οριοθετημένος έξωθεν, κατ’ επιταγήν. Ένας εκνευρισμός, εν κατακλείδι μια σύγχυση. Άντε, να βγούμε απ’ τον κλωβό, να σπάσουμε την πολιορκία, να τελειώνουμε..
Αλλά, αφού η επάνοδος στην κανονικότητα που γνωρίζουμε είναι μια σύνθετη μετάβαση, προς πού να πλεύσουμε τώρα, άμεσα; Μήπως πρέπει να επιστρέψουμε ομοθυμαδόν στις πρόσφατες παραστάσεις του Φθινοπώρου; Στον άκρατο καταναλωτισμό, στις ουρές για ένα κινητό τηλέφωνο ή μια συνδρομή στην τηλεόραση, στα ασφυκτικά ραντεβού στον κουρέα ή αισθητικό, στην επιδρομή στα σουβλατζίδικα, στις ψησταριές, στα αδηφάγα τραπεζώματα των χώρων εστίασης, στα τσιφτετέλια, τα όπα και τα ντιρλαντά της βλακώδους αμεριμνησίας, στην αποθέωση του ενστίκτου, σαν να βγήκαμε στερημένοι από κατοχή ή την κόκκινη έρημο, στην χαώδη υπερβολή, στην έλλειψη κάθε μέτρου; Αυτή είναι η αισθητική της ζωής μας, της εικόνα μας, έστω; Όχι, όχι..
Απ’ αυτήν την μεγάλη, ιστορική περιπέτεια της ανθρωπότητας, πρέπει να εξέλθουμε λίγο καλύτεροι ή, έστω, κατά τι αλλαγμένοι, δεν είναι δυνατόν να μείνουμε απαράλλακτοι. Η επίσημη πολιτεία, πέραν του διαχειριστικού της ρόλου, οφείλει να σηματοδοτήσει τα χνάρια αυτής της επίδρασης μέσω της παιδείας και ιδίως του πολιτισμού, ως αντίληψης. Να δώσει φωνή, ώθηση και κίνητρα στην πλειονότητα, σε όλους όσους δεν θεωρούν την επικράτηση του χρήματος αξιακή, παρά μόνο λειτουργική, ως απλού μέσου. Να αποκαθηλώσει τις χίμαιρες, προβάλλοντας τις αληθινές αξίες. Να περιφρουρήσει την αξιοπρέπεια του κόσμου, να την επιβραβεύσει. Δεν νοείται να επανακάμψουμε στην ζωή που θυμόμαστε ως μπουλούκια, άναρθρα, ασύντακτοι σαν στίφη, γιατί καλλιεργούμε εντός μας συνοχή, ποιότητα και ευαισθησία. Θα επιστρέψουμε ανάλογοι μιας νέας επίγνωσης, που ακόμη κτίζεται με καρτερία και βάσανο, μιας αλήθειας που συνεχίζει να μας πονά. Αυτήν θα φωτίσουμε αυθεντικά, αυτήν θα προβάλλουμε στο μέλλον. Είμαστε άνθρωποι, πολίτες και κοινωνοί.
Μ’ αυτήν την μικρή ανάταση, που μιλά την αλήθεια, στυλώνω απόψε απ’ το παράθυρο τα μάτια στο φεγγάρι. Έτσι όπως αντιφεγγίζει παρήγορο τον δρόμο, μετριάζει την ερημιά της νύχτας. Ο αέρας συνεπαίρνει τα φύλλα και την μνήμη. Ξημερώνει Πρωτοχρονιά κι αναπολώ, αν δεν ονειρεύομαι, το φτωχικό της γιαγιάς μου, Αλεξάνδρας, στο χωριό. Θέλω να της κλέψω ένα, κι άλλο ένα ακόμη «φιλί» απ’ την γαλατόπιττα που με τόση σπουδή ετοίμαζε στη γάστρα, για τα Φώτα. Να μυρίσω τον τραχανά στα χέρια της, να τα φιλήσω πριν αποκοιμηθώ στο πάτωμα, στην άσπρη βελέντζα, δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο.