Στριμωγμένος στην μπόχα τών σαρκίων τους.
Δεν μου το συγχώρησαν.
Μαζεύτηκα κουβάρι.
Με ποδοπάτησαν.
Τεντώθηκα.
Μου εδάγκασαν τα χέρια.
Σηκώθηκα να δω τον ήλιο.
Η πολλή συνάφεια κατάπιε τη σκιά μου.
Περίμενα. Σκοτείνιασε.
Κανένα φεγγάρι δε με αναγνώριζε.
Μιά ασημένια κορνίζα άδεια.
Μεγάλωνα.
Δε ξέρω με ποιο σχέδιο.