Το στήριξαν συνταξιούχοι και μισθωτοί του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι παραπλανήθηκαν από την Κυβέρνηση, πως με το «ΝΑΙ» θα μειώνονταν οι αποδοχές τους.
Το επέλεξαν άνθρωποι του τουρισμού, ξενοδόχοι και εστιάτορες, οι οποίοι πίστεψαν τα ψεύδη του πρωθυπουργού περί αυξήσεως του ΦΠΑ, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το δρόμο του «ΟΧΙ» ακολούθησαν οι άνεργοι, πιστεύοντας αφελώς πως με την αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο αρχηγός της Κυβέρνησης θα τους έβρισκε το επόμενο πρωί δουλειά.
Ψήφισαν «ΟΧΙ» επίσης, πολίτες αγανακτισμένοι, βλέποντας σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό του παρελθόντος και ’’δεινοσαύρους’’ της πολιτικής, που για χρόνια βρίσκονταν στην αφάνεια, δίχως ίχνος αυτοκριτικής να τους κουνούν το δάκτυλο υπέρ του «ΝΑΙ».
Μαζί με τους ανωτέρω και τους κυβερνητικούς εταίρους, συστρατεύθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες ’’μολυβένια στρατιωτάκια’’, ψηφοφόροι και οπαδοί του παλαιού ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια, προς κάρπωσιν των προσωπικών τους συμφερόντων, έχουν μετοικήσει μαζικά στο ΣΥΡΙΖΑ. Οι τελευταίοι μάλιστα συμμάχησαν ανίερα, τόσο με υποστηρικτές της ακραίας-αναρχικής Αριστεράς του μηδενισμού, όσο και με συμπαθούντες της φασιστικής Δεξιάς, του νεοναζιστικού μορφώματος. Και το ποιο τραγελαφικό; Να θεωρούν τους επιλέξαντες το «ΝΑΙ» ’’γερμανοτσολιάδες’’.
Παράλληλα, τη λύση του «ΟΧΙ» επέλεξαν όλοι εκείνοι οι ’’πατριώτες’’, που έχουν σπεύσει τους τελευταίους μήνες να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες, αδιαφορώντας σήμερα για μια πιθανή έξοδο από την ευρωζώνη, ή ένα κούρεμα των καταθέσεων.
Τέλος, στο «ΟΧΙ» συντάχθηκαν και οι έτεροι ’’πατριώτες’’, άτομα της υψηλής κοινωνίας (μεγαλοεργολάβοι, φαρμακοβιομήχανοι κλπ.), τα οποία έχοντας τα χρήματά τους στο εξωτερικό, σε φορολογικούς παραδείσους, επιθυμούν διακαώς την κατάρρευση της χώρας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να χτίσουν πάνω σε καμένη γη.
Τι εξήχθη όμως μαζί με το «ΟΧΙ» της κάλπης;
Ασφαλώς το προφίλ του κ. Τσίπρα βγήκε πιο ενισχυμένο έναντι της εσωκομματικής του αντιπολίτευσης, αφού όπως πολύ ορθά ερμήνευσε ο ίδιος, το αποτέλεσμα της Κυριακής δεν συνδυάστηκε με βούληση των πολιτών για έξοδο από την κοινοτική οικογένεια. Επιπλέον, για πρώτη φορά ύστερα από πολλά έτη -με τις ευθύνες να επιμερίζονται κυρίως στον προηγούμενο, αλλά και στο σημερινό πρωθυπουργό- πραγματοποιήθηκε διάσκεψη των πολιτικών αρχηγών, στην οποία εξασφαλίστηκε μια θεωρητική έστω συναίνεση για την αναγκαιότητα ανεύρεσης ασφαλούς διεξόδου από τον επικίνδυνο μονόδρομο, στον οποίο έχουμε εισέλθει. Ωστόσο, οι ψευδαισθήσεις που επιμελώς είχαν καλλιεργηθεί, ότι τάχα το δημοψήφισμα θα αποτελούσε το καλύτερο διαπραγματευτικό χαρτί της συγκυβέρνησης, κατέρρευσαν πραγματικά εν μία νυχτί.
Από το βράδυ της Τρίτης ζούμε ίσως τις κρισιμότερες στιγμές της μεταπολεμικής μας ιστορίας. Έπειτα από 54 ολόκληρα χρόνια έχει τεθεί εν κινδύνω αφανισμού το όραμα της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Ένα όραμα που γεννήθηκε με την υπογραφή της «Συμφωνίας-Σύνδεσης» με την τότε ΕΟΚ τον Ιούλιο του 1961. Ένα όραμα, που για να είμεθα ειλικρινείς, ουδέποτε έγινε πλήρως αποδεκτό από την ελληνική κοινωνία.
Ουδέποτε γίναμε ένα σοβαρό ευρωπαϊκό κράτος. Παρά τους πόρους που αντλούνταν συνεχώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω των κοινοτικών επιδοτήσεων, δεν καταφέραμε, ούτε καν επιδιώξαμε, να ανταγωνιστούμε στις υποδομές, στη Δημόσια Διοίκηση, στον τρόπο λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού τους εταίρους μας. Τα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας συνέχισαν για δύο (2) περίπου αιώνες να μας συνδέουν με την Ανατολή, παρά με τη Δύση. Τα πελατειακά δίκτυα και τα προσωπικά συμφέροντα ανέκαθεν έτειναν και συνεχίζουν να επικρατούν έναντι του γενικότερου, του δημοσίου συμφέροντος. Πάντοτε δε, λιπόψυχοι ως προς την ανάληψη των ευθυνών μας, αρεσκόμασταν να τις επιρρίπτουμε στους άλλους, σε διάφορους δαίμονες που επιζητούσαν το κακό της πατρίδας και του λαού. Για πολλά χρόνια οι Αμερικάνοι, πλέον οι ’’κακοί Ευρωπαίοι’’, που τάχα πειραματίζονται με την Ελλάδα, εφαρμόζοντας οριζόντιες υφεσιακές πολιτικές. Ελάχιστοι είναι εκείνοι, που αποδέχονται να έλθουν για λίγα δευτερόλεπτα στη θέση του πολίτη ενός έτερου ευρωπαϊκού κράτους. Που βλέπει για δεκαετίες, μέρος των φόρων του να μεταφέρεται στη μεσογειακή ’’μπανανία’’, όπου κυριαρχεί η ρεμούλα, η διαπλοκή, η διαφθορά, η δολιότητα.
Από την τραγικότητα της προεκτεθείσας κατάστασης, δεν κατάφερε να απεγκλωβιστεί ο κ. Τσίπρας. Παρά το γεγονός, ότι διέθετε όλα τα προσόντα, την εμπιστοσύνη και τη νομιμοποίηση, να αλλάξει ριζικά το ελληνικό πολιτικό σύστημα, από την πρώτη στιγμή επαναλαμβάνει, ένα μετά το άλλο, τα λάθη των προκατόχων του. Εγκλωβισμένος μεταξύ διαφόρων Λεουτσάκων, Λαπαβιτσών, Λαφαζάνηδων και Μιχελογιαννάκηδων, αρνείται πεισματικά να αναλάβει, έστω και την ύστατη στιγμή, τις ευθύνες του. Απεναντίας, εν όψει μιας ενδεχόμενης -επ’ ουδενί θέλουμε να πιστεύουμε προμελετημένης- αποτυχίας, ρήξης και εθνικής κατάρρευσης, επιδιώκει να τις αποδώσει τόσο στο λαό, ο οποίος εκφράστηκε, κατά τον ίδιο, μέσω του παραπλανητικού δημοψηφίσματος, όσο και στους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, που δήθεν στηρίζουν την οιαδήποτε διαπραγματευτική του τακτική.
Επαναλαμβάνουμε. Οι στιγμές των τελευταίων ωρών και των επόμενων 24ώρων είναι οι κρισιμότερες στη μεταπολεμική μας ιστορία. Ο κίνδυνος ενός ενδεχόμενου διωγμού από την ευρωπαϊκή οικογένεια είναι ορατός περισσότερο από ποτέ. Ουδείς, όσο μύωπας και να ναι, μπορεί στο εξής να τον αγνοήσει. Είτε πολίτης, είτε πολιτικός. Οι τελευταίοι, από τον ανώτατο πολιτειακό παράγοντα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως και τον τελευταίο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που τάσσεται υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής, οφείλει να εξαντλήσει όλα του τα μέσα για τη σωτηρία της χώρας. Ας πάψουν πια να χρησιμοποιούν την ψήφο των πεπλανημένων πολιτών ως άλλοθι. Και ας ελπίσουμε, πως έστω την ύστατη ώρα, η λογική και μόνο αυτή θα πρυτανεύσει.