Έτσι και οι συριζαίοι υπουργοί προσπαθούν να δώσουν ένα νόημα στη δική τους διακυβέρνηση, αντιπαραβάλλοντάς την όχι προς τις απαιτήσεις της κοινωνίας, αλλά προς την πασοκονεοδημοκρατική προηγούμενη. Στην ενισχυμένη παραλλαγή της, η νοηματοδότηση των συριζαϊκών πεπραγμένων γίνεται μέσω της αρνητικής σύγκρισής τους με καθετί άλλο, με όλους τους άλλους (ΜΜΕ, λοιπά κόμματα της αντιπολίτευσης, διοικητικές υπηρεσίες).
Όταν αυτό δεν επαρκεί για να δικαιολογήσουν προφανείς αντιφάσεις και λογικά αδιέξοδα, τότε καταφεύγουν στους εξορκισμούς. Η πρόσφατη περίπτωση του κ. Κουρουμπλή αποτελεί την πρακτική επιβεβαίωση της θεωρίας. Οι προσωπικές επιθέσεις και η χωρίς όριο σπίλωση των αντιπάλων αποτελούν τα βασικά μέσα τους.
Δυστυχώς, η ηθολογία (δηλαδή, η επικοινωνία που αναφέρεται στην περιφρόνηση ή στον σεβασμό κάποιου) και η ηθική (η αναγωγή της επικοινωνίας σε αφηρημένους πραξιακούς κανόνες) των συριζαίων έμεινε προσκολλημένη στον 17ο αιώνα, ενώ, αντιθέτως, η σχετική συζήτηση προόδευσε. Η ηθική δεν περιορίζεται, πλέον, στη ρητορική που μπορεί να παρουσιάζει όλες τις αρετές ως ελαττώματα και τα ελαττώματα ως αρετές. Ούτε εγκλωβίστηκε σε μια μεταφυσική αυτοαναφορά, αλλά εκχώρησε πολλές από τις απαντήσεις της σε περισσότερο «καθ’ ύλην» αρμοδίους: στους θεσμούς, στο σύνταγμα, στην οικονομία και στην αγορά.
Αυτό, ακριβώς, δεν συνέβη παρ’ ημίν. Πώς να αντιληφθούν οι Τσιπροκαμμένοι την έννοια της υπευθυνότητας που έχει κεντρικό ρόλο στην ηθική φιλοσοφία (Hans Jonas), αφού η κοινωνία μας αρέσκεται σε μια στείρα αυτοαναφορά και η χειραφέτησή της έμεινε ημιτελής;
Το παράδειγμα του «συντηρητικού – προοδευτικού» που προβάλλουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ παντού είναι χαρακτηριστικό. Ακόμη κι όταν αναφέρονται σε κοινωνικά υποσυστήματα με λειτουργικά διαφοροποιημένους κώδικες αναφοράς (Δικαιοσύνη, ΜΜΕ) επιμένουν να χαρακτηρίζουν τις πράξεις/παραλείψεις τους με βάση αυτό τον κώδικα κι όχι το «σωστό – λάθος» ή το «αληθές – ψευδές». Η διάκριση της οποίας, υπεραμύνονται, έχει πολύ λιγότερο να κάνει με την επιμονή τους σε κάποια μοντέλα σκέψης/πρακτικής και περισσότερο με την άρνησή τους να απαντήσουν κατά πόσο το δικό τους δίπολο, εφαρμοζόμενο επ’ αυτών των ιδίων, θα τους κατέτασσε στους συντηρητικούς ή τους προοδευτικούς.
Δεν αρκούν, λοιπόν, σήμερα οι λεκτικές πράξεις προκειμένου να μπορεί ένα σύστημα ηθολογίας και ηθικής να πείσει με τον ίδιο τρόπο που γινόταν τον 18ο αιώνα. Απαιτείται ένα νέο παράδειγμα ηθολογίας και ηθικής που θα αντανακλά και θα επικαθορίζεται από τις απαιτήσεις των κοινωνικών συστημάτων.