γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Οι ενοχές δεν τους αφήνουν. Το άλλοθι του συνόλου για την καταστροφή δεν αρκεί. Όλο και κάποιος αφηγείται τη διαβαθμισμένη διπροσωπία τους, την αδυναμία και καχεξία τους. Άλλος τη δένει με την αυταπάτη, άλλος με τη νεότητα, άλλος με την απειρία αλλά κανένας με την ανικανότητα, την εξαπάτηση και την υποκρισία. Η μόνη ετοιμότητα που είχανε ήταν η ανεντιμότητα ενόψει της εξουσίας, σύμφωνα με τις ομολογίες τους.
Προφανώς προσπαθούν να μας πείσουν για την σημερινή τους ικανότητα. Έμαθαν πλέον στο κεφάλι του κασίδη. Αυτόν τον λαό δεν το λες και τυχερό. Γιατί στην πραγματικότητα χρειάζεται κάθαρση από τους αυταπατώμενους, τους δικαιωματιστές και τους ιδεοληπτικούς πλασιέ ανεφάρμοστων ιδεών.
Ωστόσο για την υποτιθέμενη Αριστερά, υπάρχουν μόνο διεκδικήσεις και δικαιώματα. Κανένα πρόγραμμα και καμία ρεαλιστική αξίωση για την κοινωνία. Το πέρασμα των κοινωνιών από τη βιομηχανική στη σύγχρονη μεταβιομηχανική εποχή, στην κοινωνία της γνώσης και της τεχνητής νοημοσύνης, τους βρίσκει ιδεοληπτικά αμέτοχους αλλά και απροετοίμαστους, καθόσον τα μέσα παραγωγής καθίστανται άυλα όπως και το κεφάλαιο. Αναμασούν τις αποτυχημένες θεωρίες του περασμένου αιώνα, για το κεφάλαιο, τις τάξεις και τα μέσα παραγωγής, στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και της ρομποτικής αυτοματοποίησης. Το συνονθύλευμα των αναγνώσεών τους ουδέποτε παρήγαγε ουσιαστική πολιτική. Απελπίζεται κανείς ακούγοντας και διαβάζοντας τα λεγόμενά τους. Βρίθουν από ασυναρτησίες, εκρηκτικές αντιφάσεις και ιδιοτέλεια.
Σήμερα η αντιπαράθεση δεν εστιάζει μεταξύ των Κυριάκου και Αλέξη, παρά μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων. Η αντιπαράθεση βρίσκεται μεταξύ προόδου και οπισθοδρόμησης, αξιοπιστίας και αφερεγγυότητας, ανάπτυξης και διεύρυνσης της μεσαίας τάξης ή ιδεολογικής εξόντωσης και ισοπέδωσης αυτής και βέβαια παιδείας με το βλέμμα στο μέλλον ή με όρους του ΄70 και ΄80. Στην πραγματικότητα αφορά τον προσανατολισμό της ίδιας της κοινωνίας, αφορά την Ελλάδα της προσπάθειας και της καινοτομίας σε αντίθεση με την Ελλάδα των επιδομάτων και της στασιμότητας, αφορά την ασφάλεια των πολιτών ή τον εναγκαλισμό, έστω και έμμεσο, με την ανομία. Αναζητούν το προοδευτικό στο προνεωτερικό παρελθόν, πασαλείφοντας το αφήγημά τους με αφηρημένους όρους δικαιοσύνης και ισότητας.
Αλλά ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός τους και το άνοιγμα στην κοινωνία συγχρωτίζεται και προσκρούει στους λογής Φίληδες, Σκουρλέτηδες, Μπαλαούρες, και τους αήθης αναρχομαρξιστές τύπου Λάμπρου, που αναζητούν την αυτοδιαχείριση και την απομόνωση σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Οι παρίες του πεζοδρομίου όμως δεν μπορεί να είναι κοινωνικά πρότυπα. Τα αναγκαία κοινωνικά ερείσματα λοιπόν της πρόσκλησης δεν υφίστανται στους χώρους εργασίας, στις συνδικαλιστικές δομές, ούτε στους επαγγελματικούς συλλόγους και την κοινωνία και γι’ αυτό το κάλεσμά τους παραμένει ένα κενό γράμμα.