γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Στην πραγματικότητα δεν θέλαμε, αλλά και δεν μας άφηναν να αλλάξουμε. Η εγχώρια ελίτ, διεθνιστική και ανήθικη, εξουσίαζε στη βάση φαντασιώσεων και προσδοκιών. Μία παρασιτική ολιγαρχία, με μια απίθανη διαδρομή από το σοσιαλιστικό όραμα της αλλαγής, τον ανένδοτο και τις κλαδικές, έως την αισχρή εκμετάλλευση των αδαών στο ιδεώδες του χρηματιστηριακού τζόγου και κατόπιν στο σεμνά και ταπεινά, στα Ζάππεια και το σκίσιμο των μνημονίων. Με σώβρακα και φανέλες, με ψεκασμούς και ξανθό γένος. Με συνωμοσιολογίες και θαλασσοδάνεια για λαϊκό καπιταλισμό. Πυροτεχνήματα και ξεροκόμματα δίκην επίφασης καπιταλισμού. Ανίκανοι να αξιοποιήσουμε την απίθανη ρευστότητα των Μ.Ο.Π. του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και του ΕΣΠΑ και να γίνουμε χώρα πρότυπο.
Αναμφίβολα υπήρχε μια αγάπη για την Αριστερά. Ένα ναρκισσιστικό, ερωτικό πάθος που έμελλε να την αλλάξει για πάντα, καθώς η διάθεσή της κυμαινόταν από την έπαρση, ως την αβυσσαλέα απελπισία για την εξουσία. Οι δημιουργοί του μύθου της, ήταν επιρρεπείς στη βεβήλωση των αξιών, στις διαστρεβλώσεις και την εξαπάτηση. Οι προσδοκίες όμως, βασιζόμενες στις κυρίαρχες αξίες του ατομισμού δεν επέτρεπαν να δούμε την αλήθεια.
Τα μνημόνια συγκλόνιζαν την κοινωνία, η οποία ξέπεσε στην αντιμνημονιακή ελπίδα της Αριστεράς που ενστερνίζονταν αναρχομαρξιστικές απόψεις και την παραδοσιακή πολιτική κουλτούρα του πελατειασμού. Την ώρα της κρίσης λοιπόν, το φιλοθεάμον κοινό, οι νοικάρηδες της μεσαίας τάξης, επέλεξαν τον κάλπικο μύθο του ηθικού πλεονεκτήματος. Την ηθικολογία της υποκρισίας με τις ναρκισσιστικές φαντασιώσεις για νταούλια και κυριαρχία. Οι αγανακτισμένοι πολίτες δεν είχαν μελετήσει την αθλιότητα της μαρξιστικής θεωρίας, ούτε γνώριζαν από ουρές, συσσίτια και επιδόματα.
Συνεπαρμένοι, θεώρησαν πως στοχοποιήθηκαν και λειτούργησαν αυτοκαταστροφικά ακούγοντας τους δημαγωγούς. Η κοστολογημένη εξαπάτησή τους έδινε 13η σύνταξη, 751 μισθό, αφορολόγητο 12.000, κατάργηση ΕΝΦΙΑ και πόσα ακόμη…
Αλλά οι μύθοι κατασκευάζονται για να κατεδαφιστούν.
Η ώρα της κρίσης είχε φτάσει. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός των λογής Αλέξηδων νομοτελειακά δημιουργεί την κοινωνία των ανέστιων και καταφρονημένων, με περισσότερα ασθενέστερα στρώματα. Το μαρξιστικό πάθος, η κοινωνική απέχθεια, η πολιτική αμφισημία και εξαπάτηση δεν είχαν τελικά καμία θέση στη κοινωνία. Οι ψευδαισθήσεις σταδιακά κατέρρεαν επώδυνα. Υπερφορολόγηση, στασιμότητα, πλειστηριασμοί, μείωση συντάξεων, ανασφάλεια, Μακεδονικό. Όταν η κατάσταση επιδεινώθηκε, το αντίδοτο στην κατακραυγή ήταν διάφορες σκοτεινές σκέψεις και συχνά πικρές συγκρούσεις. Οι αποτυχίες σωρεύτηκαν και η αφόρητη οικονομική και κοινωνική κρίση φούντωσε τους πολίτες. Ο ονειρικός μήνας του μέλιτος έγινε εφιάλτης.
Έτσι λοιπόν, από το τι υπέροχος πολιτικός καταλήξαμε στο πόσο ανόητος και πόσο πολιτικά διεφθαρμένος ήταν. Όχι δεν άλλαξε ξαφνικά. Πάντα τα ίδια πίστευε διαχωρίζοντας τους πολίτες. Ένας ευφάνταστος μεγαλομανής. Επαναστάτης της πολιτικής αυταπάτης και εξαπάτησης. Ένας υβριστής της αλήθειας. Η πορεία του έφτασε στο τέλος. Αλλά κανείς δεν γνωρίζει το πόσο ακόμη χρειάζονται οι άνθρωποι να υποφέρουν προκειμένου να αλλάξουν ριζικά. Γιατί η κοινωνία είναι θρυμματισμένη, εξαθλιωμένη και παραδεδομένη σε επαγγελματίες επιτήδειους λαϊκιστές.
“Ποια είναι τα δεινά και η υπομονή μας; Έλα να δεις”∙ Αντίο λοιπόν Αλέξη, “που σε μίσησα τόσο, όχι για τα λάθη σας, αλλά για τα δικά μου. Είναι μια κατάρα” (Childe Harold’s Pilgrimage. 4. LXXVIII, LXXVII).