Λίγα υπήρχαν κάθε φορά για να θυμίζουν.
Απ’ αυτά ενέδιδα σε ένα δυό.
Αρκετά να μνημονεύουν πλέρια.
Έτσι στερημένος δεν ξέμενα από στέρηση
μήτε όμως και βάραινα από πολλά.
Ένα δυό μονάχα επέλεγα,
που στην επίκαιρη τη ζεύξη τους
έφτιαναν στιγμή και εποχή σαν ένα.
Δεν ήταν τα καλά που ανέσυρα
Ίσως δεν το είχαν ανάγκη.
Ένα δυό μονάχα, πικρά και στενάχωρα
φώναζα για να γλυκάνω.
Να πάψουν μίζερα και στριφνά όπως τότε.
Να τα χαϊδέψω με τα λόγια μου,
να ισιώσω τη καμπούρα τους και
μαλακά και εύπλαστα να τα ξαναγεννήσω.
Πλασμένα όμορφα κορμιά.
Έτσι που ποτέ μόνος στο τραπέζι μου.
Με τις άσωτες μνήμες –κάθε τόσο τις άλλαζα-
συνδαιτημόνες πρόθυμες να ζεσταίνουν το φαί μου
πάντα καλοχορτάτος να μαι .
Για περισσότερα ποιήματα και διηγήματα του Μάνου Μαυρομουστακάκη στο apopseis πατήστε εδώ και για να παραγγείλετε ένα από τα βιβλία του πατήστε εδώ!