γράφει ο Λάρκος Λάρκου.
Ολοένα και περισσότερες χώρες έχουν την τάση να επιβάλλουν ελέγχο στο χώρο της είδησης. Ολοένα και περισσότερες κυβερνήσεις καθιστούν προβληματική την ανάπτυξη στον κρίσιμο τομέα της πληροφορίας. Στις ΗΠΑ είναι πολύ γνωστές οι πυκνές επιθέσεις Τραμπ κατά ΜΜΕ, ειδικότερα κατά του CNN. Στο χώρο της ΕΕ οι χώρες με αυτού του είδους τις συμπεριφορές είναι γνωστές- Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία. Προβληματική εξελίσσεται η κατάσταση στη Σερβία, συγκεντρωτική παραμένει η κατάσταση στην Τουρκία, ενώ καθεστώτα με παράδοση στον απολυταρχισμό είναι γνωστά-Ρωσία, Λευκορωσία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε μέτρα κατά της πολωνικής κυβέρνησης, καθώς η κυβέρνηση της Βαρσοβίας έχει επιβάλει κομματικό έλεγχο παντού. Σχηματικά, και με κυπριακούς όρους και γα την καλύτερη κατανόηση του θέματος σημαίνει την υπαγωγή των πολωνικών ΡΙΚ και ΚΥΠΕ στο ΓΤΠ με επικεφαλής έμπιστο του Πολωνού πρωθυπουργού! Στην περίπτωση της Ουγγαρίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε την ενεργοποίηση του άρθρου 7 της Συνθήκης της ΕΕ για ενδεχόμενες παραβιάσεις θεμελιωδών ιδρυτικών αξιών της Ένωσης, ενώ διαδηλωτές στη Βουδαπέστη διεκδικούν καλύτερη ποιότητα ενημέρωσης. Στο Βουκουρέστι αυξάνονται οι πιέσεις στο Agerpres να «ακολουθεί» τις κυβερνητικές υποδείξεις. Στη Σερβία η προεδρία Βούτσιτς έθεσε το δίλημμα στο Τανγιούγκ «ή στον απόλυτο έλεγχό μου, ή τέλος στη λειτουργία του». Παρά την πρόοδο που είχε σημειώσει σε σχέση με την προσπάθειά του για οικονομική βιωσιμότητα, (σχεδόν 40% των εσόδων του από την ανοικτή αγορά) το Τανγιουγκ οδηγήθηκε στην εξόντωση. Στο Ισραήλ μια από τις τρεις κατηγορίες για διαφθορά (με τη βούλα του Γενικού Εισαγγελέα της χώρας) κατά του Β. Νετανιάχου αφορούν διευκολύνσεις προς επιχειρηματία με αντάλλαγμα ευνοϊκή μεταχείριση της κυβέρνησής του από μέσο ενημέρωσης που διαθέτει.
Τι σημαίνει αυτό; Πρώτο, επιστροφή ορισμένων χωρών στην πολιτική του συγκεντρωτισμού καθώς εκλεγμένες κυβερνήσεις διακατέχονται από το φόβο της δημοσιογραφικής κριτικής. Δεύτερο, επιβάλλεται μια μονοδιάστατη πληροφόρηση, συνεπώς σημειώνεται μείωση της δυνατότητας του πολίτη να έχει πλουραλιστική ενημέρωση, να ακούει διαφορετικά πράγματα. Τρίτο, συνολικά αυτό οδηγεί στην ενδυνάμωση μιας αυταρχικής πρακτικής, άρα σε σοβαρά ελλείμματα στο χώρο της πολυφωνικής έκφρασης, και αυτό ευθέως επηρεάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, καθώς η πρώτη επιβάλλει έλεγχο στην τέταρτη.
Η Κύπρος χρειάζεται περισσότερη διαφάνεια στον τομέα που συνδέεται με την ιδιοκτησία των μέσων, καθώς και την επιβολή οροφής με σαφείς περιορισμούς στη δυνατότητα κάποιου πολίτη της νήσου να αγοράζει μετοχές σε πλείονα του ενός μέσα. Είναι απολύτως αναγκαίο οι κανόνες να περιφρουρούν την αυτοτέλεια κάθε μέσου και οι αλλαγές στο μετοχικό κεφάλαιο να ανακοινώνονται στα πλαίσια της πολιτικής για την διαφάνεια στο χώρο των κυπριακών ΜΜΕ. Η αδιαφάνεια και η δυνατότητα απόκτησης εικονικών μετοχών δεν βοηθά στη δημιουργία μιας πιο αξιόπιστης δραστηριότητας στο χώρο αυτό. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη, καθώς η «αυτολογοκρισία» στην παραγωγή των ειδήσεων έχει ακόμα απήχηση-ειδήσεις με βάση το τι αρέσει, ή τι δεν αρέσει, στην εκάστοτε πολιτική εξουσία και προσαρμογή της έντασης ή της έκτασής τους, αναλόγως.
Η οικονομική κρίση, οι μεταναστευτικές ροές και η τρομοκρατία συνιστούν τρεις κύριους λόγους που οδήγησαν ορισμένες κοινωνίες στην αλλαγή συμπεριφοράς και την πολιτική εξουσία με στροφή στην εσωστρέφεια και τον συγκεντρωτισμό. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να ξεχνάμε την φύση της «Τέταρτης Εξουσίας» και μάλιστα σε μια εποχή που συγκατοικεί με τα Νέα Μέσα και τον καταιγισμό από εξελίξεις στον διαδικτυακό κόσμο. Οι δημοσιογραφικές ενώσεις, τοπικές ή διεθνείς, κόμματα με προοδευτικό προσανατολισμό, γενικότερα δυνάμεις στο χώρο του τύπου που αντιλαμβάνονται πώς εξελίσσεται το παιχνίδι, οφείλουν να μιλήσουν ανοικτά και να διεκδικήσουν τα αυτονόητα. Το κράτος δικαίου, η διάκριση των εξουσιών και η αυτοτέλεια των Μέσων, που έχουν θεωρηθεί ως ιστορικές κατακτήσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής παράδοσης, σε περασμένες δεκαετίες, αμφισβητούνται ευθέως από απίθανους πολιτικούς τύπου Όρμπαν, ενώ αυξάνεται η πίεση στα Μέσα για να προβάλλουν τις «αρεστές» στην πολιτική εξουσία ειδήσεις και να αποκλείουν ή να περιορίζουν τις «δύσκολες».
Γι’ αυτό ο δημοσιογράφος Α. Χριστοδουλίδης υπενθυμίζει τα πιο σημαντικά:
«Ο δημοσιογραφικός λόγος είναι λόγος δημοσίου ενδιαφέροντος γιατί παίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ενημέρωση των πολιτών, βοηθά στην ικανοποιητική εξάσκηση των δικαιωμάτων και των δημοκρατικών τους υποχρεώσεων. Είναι λόγος συναινετικός και διαμεσολαβητικός, ένας δίαυλος επικοινωνίας. Τα ΜΜΕ έχουν το ρόλο του «θυροφύλακα» της ενημέρωσης. Όσο ο δημοσιογραφικός λόγος εκφράζεται από αξιόπιστα ΜΜΕ, από ανεξάρτητους και ικανούς δημοσιογράφους με αρχές και γνώσεις, εκφραστές του συμφέροντος των απλών πολιτών, τόσο η αξία του αναγνωρίζεται και ο κοινωνικοπολητικός ρόλος του γίνεται καταλυτικός».