γράφει ο Μάξιμος Χαρακόπουλος.
Έστω και με μεγάλη καθυστέρηση έχει γίνει, επιτέλους, αντιληπτή η πρωτοφανής δημογραφική κατάρρευση της χώρας, με όλες τις δυσμενείς, και απρόβλεπτες στις πραγματικές τους διαστάσεις, συνέπειες που αυτή συνεπάγεται. Ρόλο στη μερική αφύπνιση έπαιξαν και οι εργασίες που διεξήγαγε η Διακομματική Επιτροπή της Βουλής για το Δημογραφικό. Σε αυτήν, για ενάμιση έτος, εξετάσθηκαν όλες οι παράμετροι του ζητήματος από τους εμπλεκόμενους φορείς, εξειδικευμένους επιστήμονες εντός και εκτός Ελλάδος και μελετήθηκαν βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών. Επιστέγασμα αυτού του γόνιμου και δημιουργικού διαλόγου υπήρξε ένα ολοκληρωμένο πόρισμα, που εμπεριέχει σημαντικές προτάσεις επίλυσης του δημογραφικού σε άμεσο, μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Δυστυχώς, έως πρόσφατα, ένα μέρος του πολιτικού κόσμου, ιδιαιτέρως των προερχομένων από την αριστερά, λοιδορούσε όσους μιλούσαν για το δημογραφικό πρόβλημα ως κινδυνολογούντες υπερσυντηρητικούς. Επειδή, όμως, οι αριθμοί έχουν το ελάττωμα να μη ψεύδονται ποτέ, οι αμφισβητήσεις αυτού του τύπου έχουν κοπάσει. Και πώς θα γινόταν διαφορετικά, όταν:
- Σταθερά τα τελευταία έτη οι θάνατοι υπερβαίνουν τις γεννήσεις. Ενώ το 1980 είχαμε 148.134 γεννήσεις και 87.282 θανάτους, το 2017 οι γεννήσεις συρρικνώθηκαν στις 88.132 όταν οι θάνατοι έφτασαν στους 123.079 -δηλαδή, 34.947 παραπάνω θάνατοι.
- Οι Έλληνες είναι από τους πιο γηρασμένους λαούς στον κόσμο. Ο μέσος ηλικιακός όρος από τα 26 έτη το 1951,είναι σήμερα κοντά στα 44 έτη.
- Το 1980 η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση ήταν τα 26,1 έτη και η κάθε γυναίκα γεννούσε 2,23 παιδιά. Σήμερα, η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση είναι πλέον κοντά στα 31 έτη και η κάθε γυναίκα γεννάει 1,3 παιδιά -πολύ κάτω από το «όριο αναπλήρωσης» που είναι τα 2,1 παιδιά.
- Οι νέοι μας, στην πλέον παραγωγική αλλά και αναπαραγωγική ηλικία μεταναστεύουν για ένα καλύτερο αύριο, κατά εκατοντάδες χιλιάδες, και είναι άγνωστο αν, πότε και πόσοι από αυτούς θα επιστρέψουν.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τις προβλέψεις, το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είναι μειωμένος έως και 2,5 εκατομμύρια σε απόλυτες τιμές σε σχέση με το 2015, όπου ο πληθυσμός ήταν 10,9 εκατομμύρια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εικόνα που αναδεικνύεται από τα προαναφερόμενα στοιχεία είναι εφιαλτική. Τι μέλλον μπορεί να έχει μια χώρα με περισσότερους παππούδες από εγγόνια, με περισσότερους συνταξιούχους από εργαζόμενους; Οι επιπτώσεις είναι ήδη βαριές, και θα γίνουν βαρύτερες, σε όλους τους τομείς του βίου μας, από το ασφαλιστικό και το σύστημα υγείας έως και την εθνική ασφάλεια. Η σύγκριση με τη γείτονα Τουρκία προκαλεί κυριολεκτικά ίλιγγο. Το σημαντικότερο, όμως, όλων είναι ότι με γηρασμένο πληθυσμό χάνεται η ζωτικότητα της κοινωνίας. Κάποιοι εμφανίζουν ως λύση την «μετάγγιση» νέου πληθυσμού με μετανάστες. Η πείρα έχει αποδείξει, όμως, ότι τέτοιες τεχνητές «συνθέσεις» συνήθως δεν οδηγούν σε επιθυμητά αποτελέσματα, λόγω των εντελώς διαφορετικών πολιτισμικών προτύπων. Πολλώ δε μάλλον, που η Ελλάδα βρίσκεται κυριολεκτικά στη γραμμή των πολιτισμικών συνόρων δύσης και ανατολής, με γείτονες με αναθεωρητική ατζέντα, η οποία περιλαμβάνει και την προστασία των ομοθρήσκων τους.
Επομένως, υπάρχει άραγε ελπίδα αυτό το ζοφερό τοπίο να ανατραπεί; Η Επιτροπή της Βουλής και οι επιστημονικοί φορείς που την συνέδραμαν θεωρούν ότι όντως υπάρχει, με την προϋπόθεση να κινηθούμε ταχύτατα, αποφασιστικά και με πολιτικές οριζόντιας κλίμακας.
Βασική προϋπόθεση είναι να δημιουργηθεί ένα γενικότερο ευνοϊκό περιβάλλον, που θα επιτρέψει την αύξηση των γεννήσεων. Τα σχετικά επιδόματα, όπως και οι ανάλογες φοροαπαλλαγές, χωρίς να αποτελούν την απόλυτη πανάκεια έχουν αποδείξει και στο παρελθόν (θυμίζουμε την περίοδο Κώστα Καραμανλή 2004-2009) ότι έχουν αποτελέσματα. Ταυτόχρονα, η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας καλά αμειβόμενων είναι το καλύτερο φάρμακο για να σταματήσουμε το καταστροφικό brain drain, να κρατήσουμε τους νέους στον τόπο μας και να επιστρέψει στην πατρίδα μια ολόκληρη γενιά που έφυγε στα χρόνια της κρίσης.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη από τα πρώτα της βήματα έχει ήδη δείξει ότι αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα του προβλήματος. Τα 2.000 ευρώ για το κάθε παιδί που γεννιέται είναι ένα πρώτο καλό μέτρο προς αυτήν την κατεύθυνση. Το κυριότερο είναι, βεβαίως, το ότι αλλάζει το οικονομικό κλίμα, που θα επιτρέψει, ελπίζουμε, και την ευκολότερη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Νεά Σελίδα»