γράφει ο Βασίλης Φωτάκης.
Όταν ο Πρόεδρος της Βουλή Ν. Βούτσης στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2018 έκανε λόγο για Αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο έπρεπε να είμαστε όλοι υποψιασμένοι για το τι θα ακολουθούσε από πλευράς κυβερνητικής πλειοψηφίας στο μέλλον.
Έκτοτε και πάντα πάνω στη λογική των δίπολων ο ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε στο: «Ή εμείς ή αυτοί», «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», όπου ακόμα και στο διάγγελμα της Ιθάκης εκφωνήθηκε διχαστικός λόγος. Απορίας άξιο φυσικά γιατί διαμαρτύρονται για το Αντι –ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο εφόσον οι ίδιοι το εξέθρεψαν.
Τα στελέχη του λαμβάνουν πλέον θέσεις μάχης για εναν νέο διπολισμό, επιχειρηματολογώντας για ρεύμα αντι-ΣΥΡΙΖΑ στην Ελληνική κοινωνία, αδιαφορώντας ότι στην ουσία το ρεύμα αυτό είναι η εύλογη δυσφορία της ίδιας της κοινωνίας προς μία κυβέρνηση που εξάντλησε το πολιτικό της κεφάλαιο σε αυταπάτες και ιδεοληψίες.
Η στρατηγική της πόλωσης στον πολιτικό κόσμο ήταν αυτή που ενέτεινε την δημιουργία ενός «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου, ευνοώντας συνάμα τη διχαστική πολιτική που καλλιεργεί ο ΣΥΡΙΖΑ και συσπειρώνει τους οπαδούς -ψηφοφόρους στο όνομα της αντίστασης και κόντρα στο κατεστημένο. Στοχεύοντας στον εξοβελισμό και τον αποπροσανατολισμό από τα σοβαρά προβλήματα της χώρας.
Η δημιουργία ενός «αντί- ΣΥΡΙΖΑ μετώπου», οδηγεί σε συγκρούσεις και αχρείαστες αντιπαραθέσεις που είναι ευεπίφορες στις δυνάμεις του λαϊκισμού και των εκφραστών τους. Καταλήγουμε έτσι ότι όλα αυτά συμβαίνουν στην προσπάθεια «κανονικοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ αποσιωπώντας βέβαια ότι η Αριστερά αποδείχτηκε ότι δεν είχε τελικά ποτέ το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα.
Αυτό είναι μια διαπίστωση-παραδοχή ανεξάρτητη από την ιδεολογική τοποθέτηση που έχει ο καθένας απέναντι στην Αριστερά και φυσικά απέχει από την τοποθέτηση του Μ. Βορίδη ότι η Αριστερά διαθέτει ελαττωματικές ιδέες.
Η Δημοκρατία χωρά όλες τις διαφορετικές ιδέες κι αυτή είναι η ουσιώδης διαφορά της με άλλα πολιτεύματα, ότι παρά τις όποιες παραφωνίες όλες οι γνώμες κυκλοφορούν ελεύθερα. Αφού «Μπορούμε και διαφωνούμε, γιατί μπορούμε να συνυπάρχουμε».
Η τήρηση, η λειτουργία και η διάκριση των εξουσιών πρέπει να αποτελεί γραμμή καθοσιώσεως για το πολιτικό σύστημα, διότι όσο αναπαράγεται αυτού του είδους η πολιτική αντιπαράθεση, δεν συντελείται καμία πρόοδος σε κανένα επίπεδο. Στη Δημοκρατία, θεμελιώδεις αρχές και αξίες δεν ανήκουν αποκλειστικά στην αρχή της πλειοψηφίας.
Αποτέλεσμα, από τους Αγανακτισμένους στις πλατείες περάσαμε στους θυμωμένους, καθώς επιχειρείται πάντα μια στυγνή επικοινωνιακή διαχείριση σε όλα τα γεγονότα από την Κυβέρνηση.
Οφείλουμε όμως να διαφυλάξουμε ανοιχτούς τους αγωγούς ελεύθερης έκφρασης. Οι «μουγκοί», οι «ισαποστάκηδες», οι «σταλεγάκηδες» δεν πρέπει να μείνουν αμέτοχοι στη βοή των «πλησιαζόντων γεγονότων».
Μην παραβλέπουμε ότι οι εκπρόσωποι της εγχώριας διανόησης στήριξαν σθεναρά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όλα αυτά τα χρόνια. Ενώ σήμερα οι πιο πολλοί οργανικοί διανοούμενοι της Αριστεράς δυσαρεστημένοι πλέον τηρούν σιγήν ιχθύος.
Η στρατηγική ήττα το 2015 των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στο μέτωπο της άσκησης των εξουσιών ανάγκασε (σε κωλοτούμπα) τον Α. Τσίπρα δίνοντας αφορμή να εκκαθαρίσει το κόμμα και την Κυβέρνηση από ένστικτο αυτοσυντήρησης.
Σήμερα προσπαθεί μαζί με την ηγετική ομάδα του κόμματος σε μια πολιτική Σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη, ενδυόμενος τον μανδύα της κεντροαριστεράς. Παίζοντας το χαρτί του ανασχηματισμού και ανασκαλίζοντας τον κατάλογο των «προθύμων» του πολιτικού φάσματος, μόνο που δεν «ψώνισε» προϊόντα βιτρίνας.
Απομένει το χαρτί της ΔΕΘ και της αναθεώρησης του Συντάγματος, σε μια προσπάθεια αλλαγής της ατζέντας ή διαφοροποίησης του διακυβεύματος με το οποίο η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές.
Στη διαδικασία όμως επί των αναθεωρητέων διατάξεων πλην των πολιτικών δυνάμεων επιβάλλεται και η συστράτευση των ελίτ. Προς επίρρωση ο Κ. Πόπερ έλεγε: «Οι ελίτ δεν έχουν αυξημένα δικαιώματα. Έχουν αυξημένες υποχρεώσεις».
Η διαρκής πάλη και η αναμέτρηση με τις δυνάμεις του λαϊκισμού υπονομεύει την φιλελεύθερη προοπτική της χώρας. Για αυτό οφείλουμε να υπερασπιστούμε την απαρέγκλιτη εφαρμογή του κράτους δικαίου και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, όπως αυτά απαριθμούνται στο Σύνταγμα (και τα οποία προϋπάρχουν του Συντάγματος).
Σε αυτόν τον καλλιεργούμενο «δημοκρατικό δεσποτισμό» των σφετεριστών του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διαφυλαχθούν: το κράτος δικαίου και τα ατομικά δικαιώματα.
Στο πέρασμα από ατελή σε ώριμη δημοκρατία πρέπει να ενισχύσουμε το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών στη λειτουργία των θεσμών και των κανόνων του κράτους.
Να επιμείνουμε στις απαράβατες αρχές του κράτους δικαίου και των δομών του, στην ανάταση της εθνικής μας εικόνας και αξιοπρέπειας, διορθώνοντας τα κακώς κείμενα και διαφυλάσσοντας κατά αυτόν τον τρόπο το λαό από τους μάγους με τα καθρεφτάκια.
Δεν έχουμε ανάγκη να θρέφουμε εσωτερικούς εχθρούς για να δικαιολογούν κάποιοι την εξουσία τους. Πρέπει να τελειώνουμε με πρακτικές και αντιλήψεις που χρεοκόπησαν τη χώρα.
Δεν ενοχοποιούμε κανέναν ούτε τρεφόμαστε από λογικές ρεβανσισμού, όμως η Δημοκρατία οφείλει να λειτουργεί σε αυτή τη χώρα και στα πλαίσια του νόμιμου ακτιβισμού έχουμε όλοι μας αυξημένη Συνταγματική ευθύνη.
Οφείλουμε να είναι Ελληνική υπόθεση το «Τέλος της Ιστορίας».