ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Λάσπη και υγρασία μέχρι τον τελευταίο σπόνδυλο και μεις ταξιδιώτες με προορισμό, το μαγαζί του Αμίρ, από τα λιγοστά που παράστεκαν περιμετρικά την πλατεία Ντέρμπαρ. Την κεντρική πλατεία τού Κατμαντού.
Ο καιρός ήταν στις καλές του σήμερα, μετά από το χθεσινό βίαιο ξέσπασμα του, που ξεφόρτωσε με μιας τις -συνεχώς ανατροφοδοτούμενες – υδάτινες αποθήκες του. Όμως ποτέ δεν ήσουν σίγουρος για τη διάρκεια της καλής του διάθεσης. Καλού κακού, το αδιάβροχο είχε γίνει μόνιμη αποσκευή. Οι χωματόδρομοι, που ήταν ο κανόνας στην πόλη, είχαν συνηθίσει κι εκείνοι τα τερτίπια του καιρού και μεταμορφώνονταν συνεχώς από δρόμους σε λίμνες, σπάζοντας πλάκα με τους άμαθους τουρίστες, που περπατούσαν λες και έπαιζαν σκάκι. Οι ντόπιοι εξοικειωμένοι βάδιζαν ξένοιαστοι, ψάρια του βούρκου με σαγιονάρες και φανέλες οι άντρες, με ριχτάρια και μακό μπλουζάκια οι γυναίκες. Κρύο δεν έκανε, αφού το καλοκαίρι δεν είχε καλοβγεί ακόμα και έτσι η κίνηση εξακολουθούσε ζωηρή και ενδιαφέρουσα. Υπήρχαν κάμποσοι τουρίστες, οι περισσότεροι όμως ήταν ντόπιοι προσκυνητές, που συνάμα με τις προσευχές τους, γύριζαν κάτι κυλίνδρους με κουδούνια, δίνοντας στην ανθρώπινη οχλοβοή ένα χρώμα εξωτισμού. Ήταν που ήθελαν τα λόγια τους ντυμένα με ήχους, για να εισακούονται γρηγορότερα από τους Θεούς τους.
Η πλατεία Ντέρμπαρ όμως δεν ήταν μονάχα τόπος λατρείας. Εκεί κτυπούσε και η οικονομική καρδιά της πόλης. Ο Αμίρ, παιδί της, σώμα ανθρώπινο με δύο πόδια, πλασμένα ένα για τον δρόμο της θρησκείας –πιστός Βουδιστής- και ένα γι’ αυτόν του εμπορίου. Το μαγαζί του, σε εξέχουσα θέση στην πλατεία, ήταν ένας μακρόστενος χώρος, υποφωτισμένος, γεμάτος από ετερόκλητα αντικείμενα, προορισμένα να συγκινούν τους διερχόμενους τουρίστες. Τα πιο πολλά ήταν αναμνηστικά, πολύ μέτριας ποιότητας, πιθανόν κινέζικα, με θέματα από το πάνθεον του Βουδισμού. Είχε και κάποια άλλα, λίγο καλύτερα, στο βάθος του μαγαζιού, για τούς πιο … ψαγμένους πελάτες. Επίσης κάποιες κονκάρδες και έναν τοίχο με ράφια γεμάτα με διάφορα βότανα. Τα τελευταία ήταν πολύ δημοφιλή στην κεντρική πλατεία, αφού κάθε τουρίστας θα ήθελε να γευτεί και με τον κυριολεκτικό τους τρόπο, τα γεννήματα των Ιμαλαΐων. Φυσικά προεξάρχουσα θέση είχαν τα τσάγια, ευρισκόμενα σε μεγάλη ποικιλία, που έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης και μεταξύ των ντόπιων. Ωστόσο δεν είχε λευκό τσάι, που λόγω τής σπανιότητας του ήταν για τα δεδομένα του Νεπάλ, εξαιρετικά ακριβό. Αν κάποιος βέβαια ζητούσε θα το έβρισκε, αφού στόμα με στόμα, θα έφθανε στα χέρια του, χάριν της αλληλεγγύης των τοπικών εμπόρων.
Ο Αμίρ είχε έναν σωματότυπο αρκετά πιο στιβαρό από την πλειονότητα των συμπατριωτών του. Αρκετά ψηλός και κάπως βαρύς, σου έδινε μιαν πιο … καλοζωισμένη εντύπωση, σε σχέση με αυτό που είχε συνηθίσει το μάτι μας, ως εικόνα Νεπαλέζου. Ίσως αυτό να ήταν και λίγο αναμενόμενο, αφού ήταν ιδιοκτήτης μαγαζιού στο κεντρικότερο σημείο της πρωτεύουσας.
Ωστόσο το ύφος του, δεν έδειχνε επ’ ουδενί κάποιον αέρα υπεροχής. Θα τον έλεγες μάλλον ντροπαλό.
Μας υποδέχτηκε, εμένα και τον Χρήστο με εγκαρδιότητα και φανερή ικανοποίηση. Η πρώτη του έγνοια, μετά τις σφιχτές χειραψίες, που μας δέσανε για μια στιγμή, ήταν να μας κεράσει. Τον Χρήστο τον ήξερε από προηγούμενες επισκέψεις του. Αποτάθηκε λοιπόν πρώτα σε κείνον και με τη σιγουριά της αποδοχής, πρότεινε μισο-αγγλικά, μισο-νεπαλέζικα, να μας κεράσει τσάι. Ο Χρήστος απάντησε θετικά και για τους δυο μας. Αφ’ ενός, επειδή μπορούσε να εγγυηθεί τη γευστικότητα του τσαγιού και αφ’ ετέρου επειδή δεν μπορούσε να εγγυηθεί, ότι θα υπήρχε και κάτι άλλο για κέρασμα. Ήταν ωστόσο τόσο διάχυτος ο ενθουσιασμός, στον λόγο του Αμίρ, που η προσφορά του, χωρίς να το σκεφτείς, σε παράσερνε αβίαστα στις τροχιές της αποδοχής της. Συμφώνησα με την καταφατική κίνηση τού κεφαλιού μου και την επόμενη στιγμή καθίσαμε σε δύο χαμηλά, ψάθινα πλεγμένα σκαμπό.
Οι πρώτες κουβέντες ήταν τροχειοδεικτικές. Η υγεία της οικογένειας του και η δική μας. Οι επόμενες, είχαν να κάνουν με την τρέχουσα οικονομική κατάσταση.
«Δύσκολα τα βγάζω πέρα», εξομολογήθηκε ο Αμίρ. «Δεν αγοράζει ο κόσμος».
Μετά άρχισε να ρωτά με πραγματικό ενδιαφέρον, για την αγορά που δεν ήξερε. Της Ευρώπης, της Αμερικής, της Ελλάδας. Μάλιστα, όταν ο Χρήστος του μετέφερε την εικόνα της Ελλάδας, τα μάτια του άστραψαν και τα αυτιά του τεντώθηκαν, ίσα με την τελευταία λέξη της περιγραφής του. Ο δικός του κόσμος, ένας κόσμος πλασμένος από τα καλύτερα υλικά της φαντασίας του, ήθελε τη γη τού Νεπάλ, ως επί γης παράδεισο. Αυτή ήταν η άποψη και των περισσότερων συμπατριωτών του, όσων δεν μπορούσαν να νοστιμίσουν τις εικόνες τους με άλλες, άλλων τόπων. Των συντριπτικά περισσότερων δηλαδή. Δεν είχαν και πολύ άδικο βέβαια, αφού οι δραπέτες της γης τους, συνήθως κατευθύνονταν προς τα αραβικά εμιράτα, προς άγραν εργασίας, σε συνθήκες πολύ χειρότερες από τη χώρα τους. Ωστόσο αυτή η πίστη του Αμίρ, δε μείωνε ουδέ ψιχίον την ανθρώπινη περιέργεια του, που φλεγόταν να ξεψαχνίζει τόπους.
Ο διάλογος –πιο πολύ απαντητικός μονόλογος τού Χρήστου- κράτησε πολύ. Διακόπηκε μόνο μία φορά από την ολιγόλεπτη επίσκεψη δύο ζευγαριών τουριστών στο μαγαζί. Ίσα για δύο πήλινα αναμνηστικά. Εντούτοις λίγο οι απροσδόκητες ερωτήσεις του Αμίρ, λίγο το χαλαρό της διάθεσης μας, είχαν ως αποτέλεσμα η ώρα να περάσει στις μύτες των ποδιών της και να μην την καταλάβουμε. Κάποια στιγμή, όταν ο Χρήστος σταμάτησε να απαντάει στις καταιγιστικές ερωτήσεις τού Αμίρ, ήταν ήδη τρεις. Είχαμε συμπληρώσει δηλαδή επίσκεψη σχεδόν δύο ωρών. Το τσάι μας στο διάστημα αυτό είχε ανανεωθεί για μια ακόμα φορά, χάρις σε ένα νεύμα του Αμίρ. Εν τω μεταξύ ο καιρός που δεν μπορούσε να μας περιμένει άλλο, είχε αρχίσει να ξαναφορτώνει σύννεφα. Ο Χρήστος κοίταξε προς τον δρόμο και με διάθεση να αλλάξει κουβέντα σχολίασε…
«Μου φαίνεται πως θα βρέξει πάλι».
Ο Αμίρ που είχε μείνει άγαλμα από την προσοχή του στα νέα του… άλλου κόσμου, έμοιαζε να μην τον απασχολεί ο καιρός. Επανήλθε εκεί που είχαμε αφήσει τα λόγια μας να περιμένουν και με περίσσειο ενδιαφέρον, αν όχι αγωνία ρώτησε για το κόστος επίσκεψης του στην μαγική μας χώρα. Οι λεπτομέρειες τον έριξαν σε μαύρη κατάθλιψη. Ώστε, ποτέ δε θα μπορούσε να ανταποδώσει την επίσκεψη τού Χρήστου; Μάλιστα μετά το αρχικό σοκ, με πικρό χαμόγελο του ζήτησε αστειευόμενος, να τον βάλει σε κάποια γωνιά της βαλίτσας του και ίσως μετά σε κάποια γωνιά της ντουλάπας του, να μείνει. Ο Χρήστος δεν αρνήθηκε την πρόταση. Μάλιστα σηκώθηκε και του ζήτησε το χέρι, να κλείσουν τη συμφωνία.
Εν τω μεταξύ η βροχή, ξαφνικά ως συνήθως, κατέφθασε φουριόζα και ξεκίνησε να γεμίζει και πάλι τις λίμνες, που είχε αφήσει από χθες στη μέση. Δεν μπορούσαμε όμως να περιμένουμε άλλο. Φορέσαμε τα αδιάβροχα και κινηθήκαμε προς την έξοδο. Ευχαριστήσαμε τον Αμίρ για τη φιλοξενία του και βγήκαμε στη βροχή.
Όμως δε φύγαμε με άδεια χέρια. Σε ένα μικρό διάλειμμα, ανάμεσα στα δύο τσάγια, είχαμε φροντίσει να γλυκάνουμε το ταμείο του, αγοράζοντας κάποια αναμνηστικά. Εκείνος είχε ανταποδώσει με δυο σακκούλες ντόπιο τσάι Ιμαλαΐων, που μας έδωσε, ως δώρο. Σαν εκείνο που πίναμε πριν λίγο παρέα του. Βγαίνοντας από το μαγαζί κράτησα ως τελευταία ανάμνηση την εικόνα του. Τα εκφραστικά του μάτια, που συναιρούσαν τα πιο αντιφατικά συναισθήματα, αλλά και κάτι ακόμα, που μου εκμυστηρεύθηκε στον δρόμο ο Χρήστος.
«Ξέρεις… μου είπε, κάποια από τις προηγούμενες φορές, είχα γνωρίσει και τη γυναίκα τού Αμίρ. Το ίδιο ευγενική και καλοπροαίρετη με κείνον.
Κάποια στιγμή, πίστεψα ότι με την οικειότητα που είχαμε αποκτήσει, θα με καλούσαν στο σπίτι τους. Δεν το έκαναν ποτέ. Υποπτεύεσαι τον λόγο;»
Τον κοίταξα αμήχανα.
«Δεν τον υποπτεύεσαι…», συνέχισε. «Μου το είχε δείξει ένας κοινός φίλος.
Εκείνο είναι το σπίτι τους, μου είχε πει. Το είδα από μακριά. Ένα παράπηγμα. Πιθανότατα χωρίς την παραμικρή άνεση. Μου είχε πει, πως από ντροπή δε με είχαν προσκαλέσει».
Στενοχωρήθηκα. Κατάλαβα ότι πολλές φορές οι ωραίες περιγραφές δαγκώνουν τη ψυχή περισσότερο από τις άλλες, τις άσχημες. Πάντως ο καιρός εκείνη την ώρα του μικρού απολογισμού ήταν … άσχημος.