ένα ποίημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Στην άκρη ενός ονείρου
σκύβει ένα πρόσωπο.
Αρνείται να το αποχωριστεί.
Κλειστά μάτια.
Συλλαμβάνουν την εικόνα λευκής θεάς,
που αρνείται να μετακομίσει,
που στις φωνές των επικριτών της,
παγώνει το βλέμμα της.
Έξω κάνει κρύο
διαβολεμένο για τους ζεστούς ανθρώπους.
Έξω μοιράζει η μοναξιά κομμάτια.
Στην άκρη ενός ονείρου,
στην αχλύ τής αφήγησης του,
ένα πρόσωπο επιτέλους χαίρεται.
Φτιάχνει με τους δικούς του κανόνες
αυγή και λυκόφως.
Στον χρόνο που του αναλογεί
διασχίζει την προσωπική του μέρα
την προορισμένη να απαλλοτριωθεί
από την ανάγκη τής συνάφειας, που
μαθημένη να διαψεύδει,
στον τεχνητό της θάνατο
να διαψεύδεται κιόλας.
Χάριν ενός ονείρου.
Στην άκρη του επιάστηκα.