Ο Φιλήμων δε θα μπορούσε να είναι εξαίρεση, αφού έφερε την ανθρώπινη ιδιότητα. Δεν το ανέφερε η ταυτότητα του, αλλά σε μεταγενέστερες εκδόσεις της θα μπορούσε και αυτό να επισυμβεί, αφού ο συγχρωτισμός των ανθρώπων με τα υπό δημιουργία ανθρωποειδή θα πρέπει να θεωρείται δεδομένος.
Ο Φιλήμων ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος με συνηθισμένες… συνήθειες. Ούτως ή άλλως, γι’ αυτό δε θα μπορούσε να κάνει και πολλά, αφού παρ’ ότι πιθανότατα δεν είχε διαβάσει Κικέρωνα, ο Κικέρων τον είχε διαβάσει σε πρώιμα πρότυπα του και απ΄ό,τι φαίνεται καλά, αφού μέχρι τούδε ουδόλως έχει διαψευσθεί. Έλεγε λοιπόν ο φιλόσοφος, ότι ο άνθρωπος επαναλαμβάνεται συνεχώς και το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος του να θαυμάζει. Ε, τότε θα πει κάποιος οι ανθρώπινες σχέσεις θα ήταν ανταλλαγές θαυμαστικών διαπιστώσεων.
Σωστά, αν με κάποια διασταλτικότητα συμπεριελάμβανε και τις άλλες όψεις του θαυμασμού, τού τύπου «σε θαυμάζω που μπορείς να είσαι τόσο απαίσιος» ή «θαυμάζω την αναισθησία σου» και άλλα τέτοια για τα τάρταρα.
Είχε λοιπόν αναπόφευκτα και αυτή τη… θαυμαστική πτυχή η προσωπικότητά του Φιλήμονα. Αυτή διανθισμένη και με πολλά «άλφα» μαζί. Αναποφάσιστος, αναβλητικός, αγχωτικός και λοιπά και λοιπά. Εν τω μεταξύ, πολλά απ’ αυτά τα «άλφα» ήταν αντιθετικά μεταξύ τους, κάτι αναμενόμενο βέβαια, αφού η ζωή είναι περίπλοκη ακριβώς χάριν αυτών των αντιθέσεων. Αν για παράδειγμα έκλεινε κάποιο ραντεβού, το «αναβλητικός» τον καθυστερούσε να ετοιμαστεί και το «αγχωτικός» τον έτρεχε να προλάβει. Ο χρόνος θα ήταν αυτός που θα καθόριζε το αποτέλεσμα, ποιος θα ήταν ο προσωρινός νικητής τής αντίθεσης.
Τώρα θα μου πείτε, αν μέναμε σ’ αυτά θα έπρεπε να αλλάζουμε κάθε τρεις και λίγο ταυτότητα. Έτσι πανέξυπνα η φύση, που είναι εκ …φύσεως και λίγο τεμπέλα, λυπήθηκε τα όντα της και τους χάρισε μερικά χαρακτηριστικά πιο μόνιμα για να ξεχωρίζουν. Τα λεγόμενα εξωτερικά χαρακτηριστικά.
Ο Φιλήμων για παράδειγμα είχε μια ξεχωριστή, γαμψή μύτη, που από τότε που γεννήθηκε δεν άλλαξε ποτέ και παρέμενε γαμψή ίσα με τώρα. Είχε επίσης και ασυνήθιστα μεγάλους κοπτήρες που έκαναν το χαμόγελο του ελαφρώς καρτουνίστικο. Είχε και πλούσια κατσαρά μαλιά, μονίμως αχτένιστα και αρκετά μακριά, έτσι που να κατεβαίνουν φορές, ίσα με τη μύτη του σαν κουρτίνες θεατρικής αυλαίας. Με άλλα λόγια τον θυμόσουν. Δεν θα περνούσε απαρατήρητος ακόμη κι εν μέσω γελωτοποιών σε παράσταση τσίρκου.
Ήταν κοντά σαράντα. Τόσα ήταν τα χρόνια που τον… θαύμαζε ο χρόνος, μαζί του και ο Φιλήμων. Στο σπίτι του μάλιστα ο αθεόφοβος είχε τοποθετήσει έναν ολόσωμο καθρέπτη και κάθε που περνούσε από μπροστά του τον χαιρετούσε αυτάρεσκα. Στη συνάντηση μαζί του είχε προβάρει όλα αυτά τα χρόνια πολλές εμφανίσεις και είχε καταλήξει στην επιλογή «ατημέλητος». Άλλωστε το μαλλί του που μπορούσε να το αλλάξει, θεωρούσε ότι μια χαρά ταίριαζε με τη μύτη του, που δε μπορούσε να αλλάξει. Του πήρε χρόνο να το αποφασίσει –αναποφάσιστος γαρ- αλλά με την εικόνα να επαναλαμβάνεται στον καθρέπτη, πίστεψε τη συνήθεια για επιλογή και την υιοθέτησε.
Με την ίδια μέθοδο –της συνήθειας- είχε μονιμοποιήσει κι έναν δεσμό, τη Λίνα. Τη γνώριζε παιδιόθεν, χρόνο αρκετό για να πάψει να βλέπει πάνω της τα εμφανή κουσούρια της. Ξερακιανή εκείνη με ασυνήθιστη τριχοφυία σε όλη της την επικράτεια, στο ύψος του και με μαλιά σγατζά, βαμμένα ξανθά. Πλάσμα που δε θα το θαύμαζες με τον τρόπο τού Κικέρωνα, αλλά με τον εναλλακτικό, που ήδη αναφέρθηκε.
Ο Φιλήμων και η Λίνα είχαν το μίνι-μάρκετ της γειτονιάς. Συμπαθητικό με καλές προμήθειες, είχε τη μόνιμη πελατεία του, αποτέλεσμα και αυτό της συνήθειας των επισκεπτών του. Αυτή τη συνήθεια που άφηνε το αποτύπωμα της παντού και που όλα αυτά τα χρόνια ο Φιλήμων τη μπούχτισε, αφού έβλεπε αδιαμαρτύρητα εκτός των άλλων, και την πυκνή του τριχοφυία να αποτυπώνεται στο πρόσωπο της γυναίκας του. Έτσι κάποια στιγμή, στα χρόνια των συναναστροφών που η δουλειά του επέβαλε, ξεχώρισε –η ανάγκη τής έκπληξης- κάποια επιδερμίδα εκ των πελατισών του, καθαρή και λαμπερή, όπως δεν του είχε κληρώσει ποτέ σε γυναίκα.
Την έλεγαν Ντίνα. Χωρισμένη εδώ και μια τριετία, της είχε ξανανοίξει η όρεξη και έψαχνε να βρει ματιές που θα σκαλώναν πάνω της. Η Λίνα παρ’ ότι δεν είχε τη μύτη του άντρα της, τη … μυρίστηκε πρώτη. Όποτε έμπαινε στο μαγαζί η περι ης ο λόγος της κτυπούσε εσωτερικός συναγερμός. Όμως ήταν πελάτισσα. Τί μπορούσε να κάνει πέρα από τη ψυχρή της εξυπηρέτηση;
Ο Φιλήμων που πέρα έβρεχε, κάποια στιγμή με τις πολλές επαναλήψεις της προσέγγισης του από τη Ντίνα, ξύπνησε. Οι πρώτες του αντιδράσεις είχαν σημείο αναφοράς τον καθρέπτη. Στην αρχή έφτιαχνε το μαλλί χωρίστρα στη μέση και το κολλούσε έπειτα με λίγο ζελέ, μειώνοντας την πρότερη αταξία του. Μετά άρχισε να προβάρει το χαμόγελο του, που έκανε λίγο για λαγού. Δεν μπορούσε να κάνει και πολλά γι’ αυτό, πέρα από μια λευκαντική οδοντόκρεμα που πρόσθεσε στο καλλυντικό του οπλοστάσιο. Μετά άρχισε να πυκνώνει τα κοπλιμέντα και τα αγκαλιάσματα της στιγμής με το αντικείμενο τού όψιμου πόθου του, τόσο που οι τρίχες τής Λίνας, κάθε που τους έβλεπε, κινούσαν τα «εγέρθητι» μέχρι λήξεως συναγερμού. Ο Φιλήμων πάντως μ’ αυτά και μ΄αυτά, άρχισε να ονειρεύεται ξανά. Με τη διαφορά ότι τα παραμυθητικά του είχαν αυτή τη φορά ορίσει τη Ντίνα βασίλισσα στη θέση της παρηκμασμένης και προ πολλού ξεχασμένης τριχοφυούς. Είχε και το πλεονέκτημα ότι η δική του εκκίνηση θα δινόταν από τα μισά του δρόμου. Η κερκόπορτα ήταν ήδη ανοιχτή από τα χέρια τής Ντίνας. Ανυπομονούσε λοιπόν για την… εισβολή.
Ήταν όμως και αναβλητικός. Η σκέψη του στριφογυρνούσε διαρκώς στις πιθανές παρενέργειες. Τι θα γινόταν αν η Λίνα το μάθαινε; Ήταν έτοιμος για τις συνέπειες; Τον είχε καταβάλει το άγχος. Από την άλλη αναρωτιόταν αν θα είχε ξανά τέτοια ευκαιρία. Ήταν κι αυτή η επιδερμίδα που του άρεσε. Αυτή που λαχταρούσε και φοβόταν συγχρόνως μήπως και τον εξανάγκαζε σε παράδοση με χαρακτηριστικά μονιμότητας. Τι θα έκανε; Θα παρατούσε τη Λίνα; Θα μοίραζαν το σπίτι, το μαγαζί;
Το μυαλό του θόλωνε κάθε που το παραμύθι λοξοδρομούσε και πήγαινε προς το ρεαλιστικότερο. Έτσι ο χρόνος περνούσε και οι θολούρες άρχισαν να γίνονται κι αυτές συνήθεια. Οι κοπτήρες τού χαμόγελου του όμοια άρχισαν προοδευτικά να αραιώνουν τις εμφανίσεις τους. Ένας επιπλέον λόγος ήταν που και οι κινήσεις του, ακόμα και οι πιο απλές –η χρήση κολώνιας για παράδειγμα- έμπαιναν στο μικροσκόπιο. Αυτό τον εκνεύριζε αφάνταστα.
Από την άλλη η Ντίνα είχε αρχίσει με τον καιρό να χάνει την υπομονή της. Οι αρχικές ζεστές της διαθέσεις έγιναν σαφώς χλιαρότερες και όσο πιο πολύ χαλάρωναν τόσο γιγαντωνόταν η αναβλητικότητα του Φιλήμονα.
Ώσπου κάποια στιγμή ο Φιλήμων άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι το πράγμα είχε κρυώσει τόσο που ούτε στα παραμύθια του δεν μπορούσε να το αναζωπυρώσει.
Τότε ήταν που συνέβη το ανήκουστο, που έβαλε ταφόπλακα στα όποια όνειρα του. Η Ντίνα –ναι η Ντίνα των εξάψεων- έκανε στροφή πολλών κύκλων και άρχισε να τη …πέφτει στη Λίνα. Ποιο παραμύθι θα το έλεγε αυτό;
Πάντως του Φιλήμονα ούτε κατά διάνοια δεν το είχε προβλέψει.
Άλλωστε το μαγαζί του ήταν όπως είπαμε μίνι-μάρκετ. Δεν ήταν υπεραγορά.