Σήμερα, ωστόσο, σπανίως συναντά κανείς προϋπολογισμούς στον αναπτυγμένο κόσμο που να μην αξιολογούν τα αποτελέσματα των δαπανών τους. Οι προϋπολογισμοί προγραμμάτων και αποτελεσμάτων εκκινούν από την αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, προκειμένου να εγκρίνουν ή μη την «ανελαστικότητα» της δαπάνης. Στην δική μας περίπτωση υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες άλλες πραγματικές ανελαστικότητες που προκαλούν τις «ανελαστικές» δαπάνες. Πρόκειται για τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του πελατειακού κράτους, το οποίο αποτελεί το σύστημα αναφοράς τόσο των αποκαλούμενων προοδευτικών όσο και των συντηρητικών κομμάτων στην Ελλάδα. Η αποδοχή του πελατειακού κράτους γίνεται, έμμεσα ή άμεσα, και από τους δύο, αφού το μόνο που διαπραγματεύονται, κατ’ έτος, είναι το ύψος της δαπάνης που απαιτείται για την συντήρησή του.
Το ανελαστικό πελατειακό κράτος εκφράζεται ιδίως με:
- –Την σταθερότητα της ύπαρξης και, μάλιστα, της διεύρυνσης των συμβασιούχων του δημοσίου. Αντί η μισθοδοσία τους να συνιστά μια ελαστική δαπάνη, έχει de facto μετατραπεί σε ανελαστική, αφού οι συμβασιούχοι έχουν μετατραπεί σε μέσο άσκησης ρουσφετολογικής πολιτικής. Για του λόγου το αληθές: Ο αριθμός τους τον Δεκέμβρη 2014 ήταν 62.580. Οι εθνολαϊκιστές ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πρόσθεσαν σ’ αυτούς, μέσα σε τρία χρόνια, 30.000 επιπλέον. Τον Μαϊο 2017 οι συμβασιούχοι ανέρχονταν σε 91.692. Οι αμοιβές τους ποικίλουν και, σε κάθε περίπτωση, ξεπερνούν τα εκατό εκατομμύρια ετησίως. Παρ’ ολα αυτά, η κυβέρνηση δημιουργεί ακατάπαυστα νέες δομές μέσω των οποίων θα δημιουργηθούν νέες θέσεις συμβασιούχων. Μόνο σ’ ένα χρόνο (2016) δημιουργήθηκαν 121 νεες δομές.
- –Δεύτερη πελατειακή ανελαστικότητα είναι η κακή νομοθέτηση. Το βάρος που προκαλείται στον κρατικό προϋπολογισμό εξ αιτίας της είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Ποιο είναι, άραγε, το κόστος των 607 βουλευτικών τροπολογιών (οι οποίες, σημειωτέον, δεν συνοδεύονται από έκθεση δαπάνης) που κατατέθηκαν σε μόλις 56 νομοσχέδια που ψηφίστηκαν το 2016;
- –Ως τρίτη ανελαστικότητα που συνθλίβει την πραγματική οικονομία μπορεί να θεωρηθεί το δυσβάστακτο 6.8% του ΑΕΠ στο οποίο εκτιμάται το κόστος της ελληνικής γραφειοκρατίας. Και αυτό το μέγεθος ακολουθεί επίσης αυξητική τάση, αφού νέες διαδικασίες δημιουργούνται για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των νέων δομών και των νέων κακών νόμων. Η τροποποίηση των ρυθμίσεων που αφορούν τη φορολογία εισοδήματος 33 φορές σε 4 χρόνια είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση.
Αυτές οι πραγματικές ανελαστικότητες θα μπορούσαν να υποχωρήσουν, εάν κάποια κυβέρνηση έβρισκε τη δύναμη να προχωρήσει στον προϋπολογισμό αποτελεσμάτων. Είναι μια από εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που δεν περιλαμβάνεται σε κανένα μνημόνιο αλλά που την έχουμε- ανελαστικώ τω τρόπω- ανάγκη.