του Ρενέ Γουάλντοου.
Η πιθανότητα του πολέμου πλανιόταν στην ατμόσφαιρα από το 1890 όταν ο Ότο φον Μπίσμαρκ αντικαταστάθηκε από καγκελάριος της Πρωσίας. Είχε κρατήσει μια αρκετά σταθερή πορεία μέσα στο σύμπλεγμα των συμμαχιών που σχηματίζονταν μεταξύ των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και προσπάθησε να κρατήσει την Πρωσία μακριά από αποικιακές περιπέτειες στην Αφρική που θα ενέτειναν τη διαμάχη με τη Γαλλία και την Βρετανία. Όμως ο νεαρός Κάιζερ, ο Ουίλλιαμ Β’, καθαίρεσε τον Μπίσμαρκ τον Μάρτιο του 1890. Ο Κάιζερ σύντομα απομονώθηκε από τη Ρωσία και θορύβησε τη Βρετανία ακολουθώντας τις αποικιοκρατικές και ναυτικές φιλοδοξίες του, έτσι που το 1914 ο πολιτικός χάρτης του κόσμου είχε σε μεγάλο βαθμό μετατραπεί σε χάρτη των αποικιών, των προτεκτοράτων και των σφαιρών οικονομικής επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων που κυριαρχούσαν στη διεθνή σκηνή.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 και 1913 υπεδείκνυαν ότι οι πόλεμοι ήταν ακόμα πιθανοί, αλλά οι περισσότεροι ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων ένοιωθαν ότι μπορούσαν να προσαρμόσουν το διεθνές status quo με διπλωματία και διασκέψεις. Ο Νόρμαν Άνγκελ στη Μεγάλη Ψευδαίσθηση (The Great Illusion, 1908) είχε επισημάνει τη ματαιότητα του πολέμου από οικονομική άποψη. Παρόλα αυτά, τα σύννεφα της καταιγίδας συνέχιζαν να μαζεύονται.
Εάν οι ηγέτες των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων επρόκειτο να περνάν από τη μια κρίση στην άλλη καταλήγοντας πάντα σε πόλεμο, τι θα μπορούσαν να κάνουν οι πολίτες προκειμένου να αναχαιτίσουν τις ασυμβίβαστες φιλοδοξίες των κυβερνήσεων; Μία ελπίδα ήταν ότι το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα θα αρνούταν να πολεμήσει ενάντια στην εργατική τάξη άλλων κρατών. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας από το 1900 οδήγησε στη δημιουργία εργατικών κινημάτων στις βαριά βιομηχανοποιημένες χώρες: Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία. Θα μπορούσε μια σύνδεση ανάμεσα σε τέτοια κινήματα να αποτρέψει τον πόλεμο;
Στις 29 Ιουλίου 1914, το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο συναντήθηκε στις Βρυξέλλες υπό το σύνθημα «Πόλεμος στον Πόλεμο» με σοσιαλιστές ηγέτες από την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Βέλγιο. Οι δύο γνωστότερες φυσιογνωμίες ήταν ο Κέιρ Χάρντι από τη Βρετανία και ο Ζαν Ζορέ από τη Γαλλία.
Ο Ζαν Ζορέ (1859-1914) ήταν αρχικά καθηγητής φιλοσοφίας, απόφοιτος του Ecole Normale Supérieur, του κορυφαίου Γαλλικού ιδρύματος κατάρτισης δασκάλων για τα τελευταία χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τα πανεπιστήμια. Ο Ζορέ ήταν συμφοιτητής του Ανρί Μπεργκσόν που έγινε αργότερα γνωστός ως ο κορυφαίος φιλόσοφος της εποχής του. Ο Ζορέ εξελέγη στο Γαλλικό Κοινοβούλιο μόλις στα 26 του, και το 1893 υπερασπίστηκε τους ντόπιους ανθρακωρύχους από τη νοτιοδυτική περιοχή (Ταρν) και έγινε εθνικά γνωστός.
Ο Ζορέ ήταν εκπληκτικός ομιλητής, κινούμενος από ουμανιστικά, μη-δογματικά πιστεύω που τον οδήγησαν να μιλάει σε συγκεντρώσεις σε όλες τις περιοχές της χώρας. Ως μια μη-δογματική προσωπικότητα κατάφερε να συγκεντρώσει διαφορετικές συνιστώσες των σοσιαλιστών μεταρρυθμιστών σε ένα σχετικά ενοποιημένο σοσιαλιστικό κόμμα. Τελικά, ο Ζορέ αντιπροσώπευε διεθνώς τον γαλλικό σοσιαλισμό. Ως μαθητής είχε μελετήσει τους Γερμανούς στοχαστές, συγκεκριμένα τον Φίχτε και τον Χέγκελ, οπότε ήταν εξοικειωμένος με τους Γερμανούς σοσιαλιστές.
Η ιδέα μιας «διεθνούς γενικής απεργίας» σε περίπτωση πολέμου ήταν μία από τις ιδέες που συζητούσαν οι σοσιαλιστικοί κύκλοι σε Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία. Παρόλα αυτά δεν υπήρξαν τελικά πλάνα. Πολλοί σοσιαλιστές αποδέχθηκαν το στενό εθνικιστικό πνεύμα των χωρών τους.
Δύο ημέρες μετά τη σύνοδο των Βρυξελλών, στις 31 Ιουλίου 1914, και ενώ ο Ζορέ είχε επιστρέψει στο Παρίσι και καθόταν σε ένα καφέ, δολοφονήθηκε από το όπλο ενός άντρα που ισχυρίστηκε ότι ήταν εθνικιστής. Ακολουθώντας το βίαιο ύφος γραφής της εποχής, οι δεξιές εφημερίδες ζητούσαν το θάνατο του Ζορέ. Νωρίτερα ο Ζορέ είχε υπερασπιστεί τον Λοχαγό Ντρέυφους σε μια σημαντικότατη για τον πολιτικό κόσμο της Γαλλίας διαμάχη, και έτσι είχε κερδίσει αρκετούς δεξιούς εχθρούς. Ο Ζορέ είχε πει ότι ο Ντρέυφους ήταν «ένας ζωντανός μάρτυρας των στρατιωτικών ψεμάτων, της πολιτικής δειλίας, των εγκλημάτων της εξουσίας».
Ανεξαρτήτως των αιτίων, η δολοφονία του Ζορέ σίγασε μια φωνή που θα επικαλούνταν την εγκράτεια και τη λογική, τη στιγμή που οι κυβερνήσεις έσπευδαν σε πόλεμο φοβούμενες ότι η αντίπαλη πλευρά θα άλλαζε τις σχέσεις ισχύος της προς όφελός της.
Μετάφραση: Αφροδίτη Ανδρειώτη