Η κοινότητα παραμένει η πρώτη γραμμή άμυνας τόσο για τον έλεγχο του εγκλήματος, όσο και για τον έλεγχο του φόβου θυματοποίησης.
Η αστυνόμευση της κοινότητας παρά τις διαφορετικές (ιστορικές, εδαφικές, πολιτισμικές) προσεγγίσεις συνιστά την πιο σύγχρονη εκδοχή της ενοποίησης/ολοκλήρωσης της συμβουλευτικής με την επιβολή του νόμου.
Η αποκεντρωμένη Αστυνομία, που αντιμετωπίζει τα κρίσιμα προβλήματα «της περιοχής ευθύνης της» πρέπει να χειριστεί τα εξής επιμέρους θέματα: τον τρόπο εμπλοκής της στα κοινοτικά θέματα, τον τρόπο εμπλοκής της κοινότητας στα αστυνομικά καθήκοντα, καθώς και τις ιδιόμορφες σχέσεις εξουσίας και ρόλων.
Η πολυκλαδική συνεργασία ανάμεσα στους τοπικούς θεσμούς, τις κοινωνικές υπηρεσίες τους, τους πολίτες και την Αστυνομία δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Η προσαρμογή της αστυνομικής κουλτούρας στις τοπικές παραδόσεις, η ανανέωση του αστυνομικού στυλ ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους πολίτες και τους κοινωνικούς εταίρους (όπως π. χ. οι κοινωνικοί λειτουργοί στο δρόμο, οι δάσκαλοι στο σχολείο κ. α.).
Η κοινωνική αναγνώριση της Αστυνομίας συναρτάται από παράγοντες όπως το αίσθημα ασφάλειας («ξέρω πού, πότε και πώς θα βρω τον αστυνόμο»), το οποίο αυξάνεται με την πεζή αστυνόμευση, την καθημερινή πρακτική διευθέτησης των διαφορών, τον επαγγελματισμό, τα mobile units – VAN, καθετί που συνεγείρει τον πολίτη σε συμμετοχή στην αντιμετώπιση του εγκλήματος.
Η Αστυνομία βοηθάει τους πολίτες και οι πολίτες την Αστυνομία. Πρόκειται για μία «συμπαραγωγή» δημόσιας ασφάλειας από τη δημόσια δύναμη και την κοινότητα. Οι ρόλοι βέβαια πρέπει να είναι διακριτοί και εντός της συνταγματικής νομιμότητας. Αυτή είναι η διεθνής πρακτική στο πλαίσιο της συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής.