Στην αυλή μας υπήρχαν και οι αδερφές Τατά, και ο κυρ-Μιχάλης, και ο ηθοποιός, και ο κυρ-Αντώνης και οι τεντυμπόϋδες. Ακόμα πάνω από τη γιαγιά μου ζούσε με τη μητέρα του, γνωστός δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας που κάθε βράδυ έκανε όλη την αυλή να χαμογελάσει συνωμοτικά με το τρόπο που χτυπάγε τη γραφομηχανή του και που το γράψιμο μου του οφείλει πολλά δεκαετίες τώρα. Στην αυλή τα πρωινά οι θειες καθαρίζανε φρέσκα φασολάκια όπως ακριβώς λέει και το ποίημα του Ρίτσου και τα δειλινά οι άντρες πίνανε ρετσίνα κάτω από τη λεμονιά με ψωμί, φέτα και ελιές.
Ο κυρ-Αντώνης ήταν ξυλουργός. Κουφώματα, πόρτες και διορθώματα. Γυναίκα του η Καλλιόπη, χοντρούλα και αφράτη μια ζωή με μια μπουκιά ψωμί στο χέρι και ο γιος τους ο Νικόλας. Ο κολλητός μου, που μαζί γινόμασταν κάθε απόγευμα μετά το σχολείο πιλότοι ελικοπτέρου χάρις σε ένα φιλμ που είχαμε δει από τον πόλεμο της Κορέας. Μετά ήταν ο κυρ-Μιχάλης. Κρητίκαρος με τη μουστάκα του και τζαμάς στο επάγγελμα. Γυναίκα του η Ελπίδα και κόρη του ο πρώτος μου έρωτας η Άννα. Στο γωνιακό σπίτι στο κάτω όροφο μέναν οι αδελφές Τατά. Η Δέσπω και η Ευγενία. Γεροντοκόρες, ξερακιανές και χωρίς χαμόγελο στο πρόσωπο από το βάρος της χοντρής κοτσίδας, υπάλληλοι και οι δυο στο ίδιο γραφείο κάπου στο κέντρο.
Από πάνω από τις γεροντοκόρες έμενε ο φοιτητής, ο τεντυμπόϋ. Μαλί κορακίσιο, να γυαλίζει λιγδωμένο από στημένο λεμόνι και με ένα «άρωμα» άφιλτρο στο στόμα όλη την ώρα. Με τη μάνα που ερχόταν από το νησί μια φορά τον μήνα να τον ξεβρομίσει, που δεν έλεγε σωστά το ρο και ότι και να έλεγε ακουγόταν σαν τραγούδι.
Μετά από την άλλη πλευρά ήταν η γιαγιά μου, το πιο μεγάλο από τα σπίτια της αυλής με μια τεράστια κουζίνα που είχε ένα γιγάντιο ορθογώνιο τραπέζι στη μέση. Που τις καθημερινές το τραπέζι γινόταν πάγκος για πατρόν και μηχανές, χώρος εργασίας για τη γιαγιά τη ράφτρα και τις μαθήτριες της και τις Κυριακές μετά την εκκλησία τραπεζαρία για όλα τα παιδιά και τα εγγόνια. Κάτω από αυτό το τραπέζι κρυβόμουν σαν παιδί και άκουγα τα πάντα. Τι να την κάνεις την τηλεόραση τότε. Όλοι οι έρωτες, τα κουτσομπολιά, ιστορίες από το χωριό και την οικογένεια, ιστορίες της αυλής, της γειτονιάς, το νησί και το χωριό, όλες πέρασαν από κει, μεταξύ βελόνας και δαχτυλήθρας. Και επειδή όταν είσαι παιδί τα περισσότερα δεν τα καταλαβαίνει η φαντασία φρόντιζε να συμπληρώνει τα κενά.
Πάνω από τη γιαγιά μου ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το μοναδικό μπαλκονάκι στην αυλή και τα βράδυ να στέκεται, πάντα κουστουμαρισμένος, να καπνίζει και να κοιτάζει τον ουρανό. «Αθανάσιε, πρώτα η εισαγωγή, η ανακοίνωση. Μετά το κυρίως θέμα, η ανάλυση, τα γιατί και τα πως και μετά ο επίλογος που κλείνει το κύκλο επιστρέφοντας στην εισαγωγή με το τι εσύ λες.» πάνω από τέσσερεις δεκαετίες, ότι και να έχω γράψει η φωνή του πάντα καμπανίζει μέσα μου. Δεν γράφω το όνομα του, άνθρωπος βαρύς και πολύ αξιοπρεπής που έχει φύγει πολλά χρόνια τώρα, δεν είμαι σίγουρος αν θα ήθελε να γράψω για κάτι τόσο προσωπικό του. Ζούσε με τη μάνα, τη μια σιωπηλή γυναίκα στα μαύρα που σπάνια μιλούσε και ζούσε μόνο για το καμάρι της που ποτέ δεν είχε παντρευτεί. Εκεί στο μπαλκονάκι είχα δει το Μάνο Χατζηδάκη να πίνει καφέ και την Σεφέρενα να μιλάει για τα χρόνια στο Παρίσι. Τον Αλέκο Σακελάριο να βαριανασαίνει ανεβαίνοντας την εξωτερική τσιμεντένια σκάλα και τον Δημήτρη Χατζή να κάθεται στα σκαλοπάτια κάτω από τη λεμονιά και να καπνίζει χαμένος σε σκέψεις.
Δίπλα στη γιαγιά μου και προς την είσοδο της αυλής έμενε ο άλλος κολλητός μου, ό άλλος Νίκος. Ο πατέρας του ο Βαγγέλης, τορναδόρος, άλλοτε είχε μεροκάματο κι άλλοτε περίμενε στο καφενείο να του έρθει το μεροκάματο. Τα χέρια του πάντα μαυρισμένα από τα λάδια του τόρνου και με μια μυρωδιά μηχανής να τον τριγυρίζει μόνιμα. Πριν μπει στην αυλή τον καταλαβαίναμε από τη μυρωδιά. Η Μαριώ η γυναίκα του, ό,τι μπορούσε. Πότε βοηθούσε τη γιαγιά μου, πότε σκάλες, πότε κανένα σπίτι.
Η γειτονιά ήταν γεμάτη από παιδιά και κάθε απόγευμα γινόταν χαμός από τις φωνές μας. Και ύστερα τα βράδια, ειδικά τα καλοκαιρινά βράδια, καθόμασταν διπλά στους μεγάλους κάτω από τη λεμονιά και τα κορίτσια παίζαν πεντόβολα και τα αγόρια ποδόσφαιρο με τις μπίλιες. Βλέπετε μαυρόασπρη τηλεόραση είχαν μόνο οι τυχεροί και οι πλούσιοι τότε και play-station απλά δεν υπήρχε. Όσο για μεζεδάκια, η γιαγιά μου έκοβε χοντρές φέτες από τη φρατζόλα για όλα τα παιδιά, τις βουτύρωνε με παχιά στρώση και έβαζε από πάνω ζάχαρη και ήταν το πιο όμορφο γλυκό στο κόσμο.
Ναι υπήρχαν οι μικροσυγκρούσεις και καμιά φορά και οι ζήλειες αλλά η γιαγιά μου έφτιαχνε φουστάνια για την Αννούλα από περισσέματα, πουκάμισα για τον Νίκο και ποδιά για τον κυρ-Αντώνη για να τη φοράει στη δουλειά του να μη λερώνεται από τις κόλλες. Ακόμα και το σακάκι του κυρ-μιχάλη είχε διορθώσει με βελούδινα μπαλώματα στους αγκώνες που ήταν και της μόδας και τα παντελόνια του φοιτητή που χρειαζόντουσαν κόντεμα. Όταν η κυρία Ελπίδα έφτιαχνε πρασόπιττα έτρωγε όλη η αυλή και η μάνα του συγγραφέα έφτιαχνε την πιο καταπληκτική καρυδόπιτα στο κόσμο. Ο Βαγγέλης πάντα να φτιάξει το καμένο διακόπτη και ο κυρ-Αντώνης τις πόρτες στα ντουλάπια που είχαν κρεμάσει. Ακόμα κι οι γεροντοκόρες να δώσουν οδηγίες και να βοηθήσουν αν κάποιος χρειαζόταν κάτι από το δημόσιο, κάποιο έγγραφο η κάτι από την εφορία.
Αλλά όπως είπα και προηγουμένως τα καλοκαιρινά βράδια κάτω από τη λεμονιά ήταν η απολυτή ευτυχία, ήταν εκεί που όπως λέει και ο Χατζηδάκης «τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος, κι όταν δεν ονειρεύονται, τραγουδούν.» Και ήταν αυτά τα τραγούδια που θα με συντροφεύουν για όλη μου τη ζωή. Οι ιστορίες της γιαγιά μου για τη φυγή από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και μέσα από κύματα και κύκλωπες ο δρόμος για τη Χίο, το κάστρο του κυρ-Μιχάλη με τα λιοντάρια και ιστορίες από το βουνό από τον κυρ-Αντώνη. Και κάθε φορά που τέλειωνε ο κυρ-Αντωνης την ιστορία του έλεγε ο Βαγγέλης, «μη σε απασχολεί βρε Αντώνη, αν έρθει χωροφύλακας θα αφήσεις εμένα να μιλήσω που τους ξέρω» Και αυτό στα παιδικά μας μάτια έδινε διαστάσεις μύθου στον κυρ-Αντωνη που θα ερχόταν ο χωροφύλακας και θα χρειαζόταν τη βοήθεια του μπρατσαρά από τον τόρνο Βαγγέλη.
Εδώ και καιρό γράφω ένα βιβλίο με αυτή την αυλή αλλά τώρα για σκεφτείτε ότι αυτή η αυλή, αυτός ο δρόμος στο Παγκράτι, αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν, ανάσαιναν και τραγουδούσαν μαζί εκεί στις αρχές του 60, δεκαπέντε χρόνια μετά τον εμφύλιο. Με τα φαντάσματα ζωντανά και τα πάθη τους να περιπατάνε ανάμεσα μας. Και αυτά τα έμαθα πολύ αργότερα, αλλά ο κυρ-Αντωνης ήταν στο βουνό με τον Άρη Βελουχιώτη και ο Βαγγέλης έκανε μισά μεροκάματα με τον τόρνο και τα άλλα μισά βοηθώντας τον χωροφύλακα. Αλλά στη μικρή μας αυλή, στο μικρό μας δρόμο, ένα δρόμο σαν όλους τους δρόμους της Αθήνας. Μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός τα πολιτικά ήταν ένα από τα θέματα συζήτησης, αλλά η ζωή ήταν ανθρωπιά, αξιοπρέπεια, αγάπη για τον συνάνθρωπο σου. Αυτή η γενιά είχε ζήσει το διχασμό και τον είχε αφήσει πίσω της παρά τους νεκρούς που υπήρχαν σε κάθε σπίτι και τις ήττες και έψαχνε αυτά που την ένωναν και όχι αυτά που την χώριζαν. Πως είναι δυνατόν λοιπόν πάνω από εξήντα χρόνια μετά γενιές που δεν γνώρισαν τη κατάρα του διχασμού να προσπαθούν να τον επαναφέρουν και μάλιστα να το κάνουν εξυπηρετώντας μικροπολιτικά τους συμφέροντα;
Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γύρισε από το Παρίσι μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να νομιμοποιήσει το ΚΚΕ και αυτό γιατί αναγνώρισε ότι στις δύσκολες στιγμές οι έλληνες πρέπει να αφήνουν πίσω τα φαντάσματα του παρελθόντος και ενωμένοι να χτίζουν το μέλλον. Και ήξερε ότι οι έλληνες θα το κάνουν γιατί αυτό που κυριαρχεί είναι η ανθρωπιά και η αξιοπρέπεια του Έλληνα.
Πως είναι δυνατόν λοιπόν, το 2013 κάποιοι να μέλανε για τον κίνδυνο του κουμμουνισμού όταν ακόμα και η παγκόσμια ιστορία το έχει απορρίψει πια σαν επιχείρημα; Και πως είναι δυνατόν το 2013 κάποιοι με επιχειρήματα 60 χρονών να βαφτίζουν την αντιπολίτευση άκρο και επικίνδυνη έως άντρο τρομοκρατίας όταν εκφράζει πάνω από το 30% του πληθυσμού, έχει πολύχρονη κοινοβουλευτική παρουσία, (ακόμα και συμμετοχή στη κυβέρνηση του Ζολώτα) και πιθανώς να είναι η αυριανή ελληνική κυβέρνηση; Εδώ οι περισσότεροι μετά από όσα για χρόνια λεγόντουσταν και από τις δυο πλευρές, έχουμε δυσκολία να καταπιούμε τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ τι θα γίνει αν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση; Θα πάρουν οι μισοί έλληνες τα όπλα εναντίων των άλλων μισών; 60 χρόνια μετά;
Και δεν μιλάω εδώ για όσα λέει ο Λαζαρίδης, παρ’ όλο ότι από ό,τι τουλάχιστον ο ίδιος αφήνει να φανεί είναι η φωνή του πρωθυπουργού, αλλά γιατί ένας που τα λέει είναι απλά ανόητος, δυο σύμπτωση αλλά όταν είναι περισσότεροι είναι επικίνδυνο και τα τελευταία τρία τέσσερα χρόνια είναι πολλοί αυτοί που για μικροπολιτικούς λογούς χρησιμοποιούν διχαστικά συνθήματα.
Κύριε Σαμαρά, όταν χρησιμοποιείτε διχαστικά επιχειρήματα για να αντιμετωπίσετε την αντιπολίτευση αποδεικνύετε ένα και μόνο πράγμα, την παντελή έλλειψη σοβαρών επιχειρημάτων. Πράγμα που παράλληλα αποδεικνύει την αποτυχία της πολιτικής σας μιας και αδυνατείτε να την υπερασπιστείτε και να πείσετε.
Παράλληλα με την ισοπέδωση ιδεολογιών με τον Ναζισμό – και αυτό είναι και το τρομακτικό κύριε Πρωθυπουργέ των Ελλήνων – δίνετε άλλοθι στην Χρυσή Αυγή για τα εγκλήματα της που έφτασαν στη εν ψυχρώ δολοφονία πριν από λίγες ώρες. Ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός, ο κομουνισμός, ο καπιταλισμός ακόμα και ο πουριτανισμός είναι ιδεολογίες με ιδεολογικό και θεωρητικό υπόβαθρο. Ο Ναζισμός είναι αποτέλεσμα πράξεων και επιθυμιών ψυχασθενών δολοφόνων. Όπως πολύ σωστά πριν από μερικούς μήνες η ελληνική και η ευρωπαϊκή κοινωνία αντέδρασε στη πιθανότητα δημιουργίας κόμματος παιδόφιλων στην Ολλανδία έτσι θα έπρεπε και να απαγορευτεί η λειτουργία σαν κόμμα μιας αποδεδειγμένα πια εγκληματικής παραστρατιωτικής ναζιστικής οργάνωσης. Η Χρυσή Αυγή σε θεωρητικό επίπεδο, – και όχι ιδεολογία – δεν έχει καμιά διαφορά από το απαγορευμένο παιδοφιλικό κόμμα της Ολλανδίας και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί κύριε Σαμαρά. Οι νόμοι και οι πρακτικές υπάρχουν – όπως απόδειξε η απαγόρευση του παιδοφιλικού κόμματος – η θέληση λείπει κύριε Πρωθυπουργέ.
Το δε επιχείρημα ότι θα ξανά-ανοιξει με άλλο όνομα η απάντηση είναι ότι γι αυτό υπάρχουν οι νομοί και οι εισαγγελείς για να την ξανά-κλείσουν. Και μιας και μιλάμε και για νόμους και εισαγγελείς μήπως ήρθε η στιγμή να κοιτάξουμε και τα οικονομικά μιας οργάνωσης που ανοίγει γραφεία σε Νέα Υόρκη, Αυστραλία, Γερμανία, που ντύνει και εξοπλίζει τα μέλη της και πληρώνει έμμισθα περιφερειακά μη μέλη; Και πιο ενδιαφέρον θα ήταν να δούμε με ονοματεπώνυμο ποιοι είναι αυτοί οι χρηματοδότες μιας ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης όπως η Χρυσή Αυγή κι αν περιορίζονται μόνο εντός των ελληνικών συνόρων.
Την γειτονιά που μεγάλωσα είχα λόγο που σας την περιέγραψα, έστω και περιληπτικά. Γιατί αυτή είναι η Ελλάδα. Και σήμερα αυλές δεν υπάρχουν αλλά υπάρχουν και κυρ-Αντώνηδες και κυρ-Μιχάληδες και Άννες και Ελπίδες. Και πάνω από όλα υπάρχει ένας λαός με αξιοπρέπεια και ιστορία που δεν του αξίζει ανόητοι – ακόμα και σύμβουλοι πρωθυπουργών – να τους διχάζουν.
***********************************************************
Πριν από μερικούς μήνες έγραψα ένα άρθρο εδώ στο apospeis.gr με αναφορές σε συγκεκριμένα άρθρα του συντάγματος που είναι αρκετά και ικανά να κλείσουν για τα καλά τη Χρυσή Αυγή και παράλληλα υπάρχουν ποινικές διατάξεις και νόμοι που σύμφωνα με τα ήδη πεπραγμένα τους είναι αρκετοί να στείλουν Μιχαλολιάκο, Κασιδιάρη και λοιπούς κατρουλίδες στη φυλακή, τουλάχιστον για μια δεκαετία για παραδειγματισμό.
***********************************************************
Αντωνάκη, όπως καταλαβαίνεις δεν είναι θέμα «μπορώ» αλλά θέμα «θέλω». Όσο γι αυτόν τον Χρύσανθο, όχι τον τραγουδιστή, μήπως ήρθε η ώρα να τον στείλεις σπίτι του με σελοτειπ στο στόμα του γιατί σε εκθέτει!
***********************************************************
Καψή, τη δημόσια τηλεόραση την έκαψες και καούρα που θα έχεις καψερέ αν δεν καείς σύντομα.
***********************************************************
«Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια!» Ποιος το είπε;
***********************************************************
Για όσους γνωρίζουν ιστορία, οι κινήσεις της Χρυσής Αυγής ακόμα και η χρήση εκτελεστών έμμισθων μη μελλών είναι απολυτή μίμηση πρακτικών που χρησιμοποίησε το ναζιστικό κόμμα του Χίτλερ μετά το πραξικόπημα της μπιραρίας.
***********************************************************
Χαρακτηριστικό θρασύδειλων ψυχασθενών, μετά την αποκάλυψη αδειάζουν το σύντροφο τους με ταχύτητα και μάλιστα όσο πιο δυνατά μπορούν για να το ακούσουν όλοι.