γράφει ο Νικόλαος Χρ. Γκίκας
Στην πραγματικότητα πλέον δεν έχει και πολύ σημασία πως γνωριστήκανε.
Λίγο η τύχη, λίγο οι συγκυρίες και πολύ περισσότερο τα αλάνθαστο αισθητήριο του άχαστου Αλέξη, οδήγησαν τα πράγματα στο τέλμα. Η χαλαρή εκκίνηση κέρδισε την αρχική συναίνεση, αλλά ουδέποτε κατάφερε να αλλάξει το ύστερα. Γιατί στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ύστερα. Ο άνθρωπος ήταν εξαρχής ανοιχτό βιβλίο στις προθέσεις του. Αν από την αρχή εξέταζαν προσεκτικά τα δεδομένα της υποψηφιότητας, τα χαρακτηριστικά του πολιτικού, αν ανέλυαν χωρίς την αγωνία της αφάνειας την κάθε λέξη, τις κοινωνικές συμπεριφορές και τον περίγυρο, δεν θα έφταναν εδώ. Δεν θα αναρωτιόνταν υποκριτικά ο Πολάκης γιατί δεν τον έψαξε. Με γλώσσα ωστόσο λανθάνουσα είπε όλη την αλήθεια. Ο στενός πυρήνας γνώριζε αλλά δεν φανταζόταν.
Χρειαζόντουσαν έναν άνθρωπο μπροστά. Έναν άμεσο μπροστινό δηλαδή στο νέο εκκολαπτήριο της αριστερής τύφλωσης. Έναν «αχυράνθρωπο» προκειμένου να διαμορφωθεί το πρόπλασμα μιας νέας κατάστασης, με απώτερο στόχο ένα νέο πολιτικό σχηματισμό. Βέβαια τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ομαλά. Η Νέμεσις καιροφυλακτούσε.
Ο Κασσελάκης υπηρέτησε έναν μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι τον αριστερό που η νομενκλατούρα επιθυμούσε. Υπηρέτησε έναν εξόφθαλμο ελιτισμό, απαλλαγμένο από εργατικά βαρίδια, που αποξένωσε τις εργατικές τάξεις και τους οργανικούς διανοούμενους του Αντόνιο Γκράμσι. Δεν υπήρχε καμία σχέση με την αριστερή ιδεολογία. Αντίθετα θα έλεγε κανείς πως αποτέλεσε έναν επεξεργαστή νοήματος ανιδεολογίας. Το υποτιθέμενο προοδευτικό του μήνυμα κυριαρχούνταν από μια αριστερά του «lifestyle». Δεν επικεντρώνονταν στα προλεταριακά προβλήματα και την κλονισμένη κοινωνική συνοχή, αλλά στις ηθικές τάσεις, τις ταυτοτικές σχέσεις και τον τρόπο ζωής. Στάση που απαξίωνε το ΣΥΡΙΖΑ, αδειάζοντας την πλατεία της αντιπολίτευσης. Παρά τις επανειλημμένες πολιτικές αστοχίες, απόρροια του ακραιφνούς ναρκισσισμού του, συσπείρωσε μια υποομάδα στελεχών που περισσότερο αναδείκνυαν τις διασπαστικές τάσεις, παρά επιδίωκαν να ενώσουν τις αντιθέσεις.
Ως έκπτωτος κατόπιν αποδείχθηκε αλαζόνας, με αλλοπρόσαλλές μετα-αριστερές δυναμικές. Είναι βέβαιο πως παρεξήγησε το ρόλο του. Θα έπρεπε εφόσον από τους ίδιους κατακρίθηκε, να αποχωρήσει αξιοπρεπώς, διασώζοντας το πολιτικό προφίλ και την αξιοπρέπειά του.
Ο ακραιφνής εγωισμός του όμως επεδίωκε μια σχέση απόλυτης ταύτισης με το κόμμα. Με όρους ψυχολογίας η κατάσταση θεωρούνταν χαμηλής συνδεσιμότητας με το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον και σίγουρα χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Μια κατάσταση φτύμα κόλλημα δηλαδή, που ξεπερνούσε τους πολίτες σε τοξικότητα και γελοιότητα. Στην εσωκομματική ψηφοφορία για την ανάδειξη συνέδρων κυριάρχησαν οι εκατέρωθεν αντεγκλήσεις, ενώ το Συνέδριο έδωσε τη χαριστική βολή. Αναμενόμενα τη λύτρωση θα έφερνε μια νέα διάσπαση.