γράφει ο Μάξιμος Χαρακόπουλος.
Εδώ και πάνω από μια δεκαετία η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει σειρά σοβαρότατων κρίσεων για τις αιτίες των οποίων οφείλει να βρει τις κατάλληλες απαντήσεις, αλλάζοντας πρωτίστως βασικές παραμέτρους του παραγωγικού της μοντέλου.
Εν πρώτοις, η χρεωκοπία του 2010-11 κατέδειξε το οριστικό τέλος των ψευδαισθήσεων της ευημερίας με δανεικά, όπως και της αέναης διόγκωσης του κρατικού τομέα για την παροχή θέσεων εργασίας. Η αδυναμία επαναφοράς στις ανέμελες ημέρες της δεκαετίας του ’80 επιβεβαιώθηκε με το αποτυχημένο πείραμα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Άμεση σχέση με το πρόβλημα αυτό -που είναι και πρόβλημα αναξιοκρατίας- έχει η φυγή εγκεφάλων, το περίφημο braindrain, που μας αποστερεί από το πιο δυναμικό τμήμα της νεολαίας μας.
Κατά δεύτερον, η κρίση της λεγόμενης κλιματικής αλλαγής, η οποία συνοδεύεται από ακραία καιρικά φαινόμενα -όπως είναι οι πρωτοφανείς καύσωνες που βιώνουμε το θέρος του 21-, με τις ανάλογες συνέπειες, που είναι οι πυρκαγιές και η ερημοποίηση εκτάσεων. Η πράσινη ανάπτυξη δεν είναι πιά μια εναλλακτική, αλλά μονόδρομος για τη σωτηρία του πλανήτη και την επιβίωση των μελλοντικών γενεών.
Τρίτον, η πανδημία πλανητικών διαστάσεων ανέδειξε, εκτός από την αναγκαιότητα ενός αποτελεσματικού συστήματος υγείας, το ευάλωτο της “μονοκαλλιέργειας” του τουρισμού, που σχεδόν αποτελεί το ένα τέταρτον του ΑΕΠ, αλλά και την αξία που έχει η εγχώρια πρωτογενή παραγωγή για κάθε χώρα.
Τέταρτον, η τουρκική απειλή δεν είναι πλέον μια συνθήκη που επανέρχεται κατά διαστήματα, αλλά μια μόνιμη κατάσταση, η οποία απαιτεί λύσεις μακράς πνοής, που δεν στηρίζονται μόνον στις συμμαχίες και στα εργαλεία του διεθνούς δικαίου, αλλά στην αποτρεπτική ικανότητα.
Στις επόμενες δεκαετίες, η Ελλάδα καλείται να απαντήσει σε όλες τις παραπάνω προκλήσεις. Γι’ αυτό τον λόγο, αυτά που αποφασίζονται σήμερα θα καθορίσουν το μέλλον όλων μας.
Κατ’ αρχήν, πρέπει να εξακολουθήσει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που θα βελτιώνει διαρκώς το επενδυτικό περιβάλλον, θα προσελκύει ιδιωτικές επενδύσεις, θα ενισχύει την επιχειρηματικότητα. Πρόκειται για μια προσπάθεια που συνδέεται άρρηκτα με τη βαθιά εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία θα αποκαταστήσει την αξία της αριστείας και θα φέρει την τριτοβάθμια εκπαίδευση κοντά στην αγορά. Ταυτόχρονα, χρειάζεται επειγόντως προσανατολισμός προς τις τεχνολογίες αιχμής, καλύπτοντας έτσι το τεράστιο χάσμα που δημιούργησε η εκτεταμένη αποβιομηχάνιση. Η ψηφιοποίηση του κράτους και η πάταξη της γραφειοκρατίας, που προχώρησε με ραγδαίους ρυθμούς στην περίοδο της πανδημίας, διαμορφώνουν μια δυναμική αφετηρία για την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Αποφασιστικό ρόλο στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου θα παίξει η εισροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων, τα επόμενα χρόνια, διοχετευμένα σε στοχευμένους τομείς. Η εκτέλεση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0”, αναμένεται να φέρει στη χώρα τεράστιους ευρωπαϊκούς πόρους, κινητοποιώντας διπλάσια επενδυτικά κεφάλαια. Μια από τις καταλυτικές αλλαγές που θα επιφέρει το συγκεκριμένο σχέδιο είναι η στροφή στην Πράσινη Οικονομία, που εκτός από τα οικονομικά οφέλη θα προσφέρει ουσιαστικά και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Η στροφή αυτή, ωστόσο, θα μείνει ελλιπής, αλλά και το οικονομικό μοντέλο αδύναμο αν δεν υπάρξει κοσμογονία στην πρωτογενή παραγωγή, η οποία από το 14% του ΑΕΠ το 1970 είχε πέσει το 2010 μόλις στο 4,5%. Μπούσουλας στον στόχο μας αυτό πρέπει να είναι τα επιτυχημένα προγράμματα του Ισραήλ ή της Ολλανδίας, που με λιγότερα πλεονεκτήματα κατέχουν σημαντικά μερίδια στις παγκόσμιες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. Η Ελλάδα, όπως πολλές φορές έχουμε πει, θα μπορούσε να καταστεί το “περιβόλι της Ευρώπης”, αρκεί να προχωρήσει σε αποφασιστικές κινήσεις επίλυσης χρόνιων προβλημάτων αλλά και αλλαγής νοοτροπιών. Αναφέρω κάποια παραδείγματα, εκ των οποίων ορισμένα περιλαμβάνονται και στην “έκθεση Πισσαρίδη”:
- Κινητροδότηση υγιών συνεταιριστικών σχημάτων με επιχειρηματικό προσανατολισμό.
- Συνένωση καλλιεργειών με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας.
- Αξιοποίηση της “έξυπνης γεωργίας” με τη χρήση νέων τεχνολογιών.
- Παροχή κινήτρων σε νέους για να ασχοληθούν με την αγροτική παραγωγή.
- Εκσυγχρονισμό των αγροκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και ίδρυση καθετοποιημένων μονάδων (παραγωγής – μεταποίησης – εμπορίας).
- Αποτελεσματική προώθηση του branding των ελληνικών προϊόντων αγροδιατροφής και ιδιαίτερα των προϊόντων γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ) και ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ). Μην λησμονούμε ότι το 10% των ΠΟΠ στην ΕΕ των 27 είναι ελληνικά. Δυστυχώς, οργιάζει ακόμη η νόθευση της φέτας, όπως επιβεβαιώνουν αποκαλύψεις σκανδάλων στο εξωτερικό.
- Άνοιγμα νέων αγορών -Αμερική, Ασία- για τη διοχέτευση των αγροτικών προϊόντων μας, αλλά και επανάκαμψη σε αυτές που έχει παγώσει λόγω συγκυριών -Ρωσία.
- Αντιμετώπιση του υψηλού κόστους παραγωγής με φοροαπαλλαγές, όπως το λεγόμενο “αγροτικό πετρέλαιο”.
- Εκτεταμένα έργα ταμίευσης και αξιοποίησης του αρδευτικού νερού με κλειστά δίκτυα άρδευσης, παράλληλα με την παραγωγή “πράσινης” υδροηλεκτρικής ενέργειας –σε αυτά εντάσσεται αναμφίβολα και η “στοιχειωμένη” μερική εκτροπή του Αχελώου, που μπορεί να αποτρέψει την ερημοποίηση του θεσσαλικού κάμπου.
Επίσης, η αναγέννηση της αμυντικής βιομηχανίας, που βρέθηκε σε χειμερία νάρκη επί μακρών, παραμένει βασική προϋπόθεση εξουδετέρωσης των ιταμών διεκδικήσεων της αναθεωρητικής Άγκυρας, αλλά ταυτόχρονα μοχλός οικονομικής ανάπτυξης, μέσω και δυναμικών συμπράξεων με εταιρείες από χώρες με υψηλό τεχνολογικό know-how. Ήδη, προς την κατεύθυνση αυτή έχουν γίνει σημαντικά βήματα, που μας δίνουν δικαιολογημένη αισιοδοξία.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η ζωτική για την ευημερία της χώρας “μεταρρυθμιστική καταιγίδα”, φαίνεται ότι έχει τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Οι οδυνηρές εμπειρίες του προηγούμενου διαστήματος έχουν προσδώσει στους πολίτες τα ορθά κριτήρια για να επιλέξουν. Κι αυτό, ίσως, αποτελεί και το πολυτιμότερο “όπλο” της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, για να πετύχει στο δύσκολο έργο που έχει αναλάβει.