γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Η Ευρώπη σταδιακά εξέρχεται της κρίσης. Η χώρα μας το ίδιο. Ευτύχησε την κρίσιμη αυτή περίοδο να έχει στο τιμόνι τεχνοκράτες και φιλελεύθερους πολιτικούς.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και αφετέρου τον προοδευτισμό να έχει αλλάξει πλευρά και να εντοπίζεται στις δυνάμεις της κεντροδεξιάς. Την τελευταία δεκαετία στον ευρωπαϊκό χώρο της Αριστεράς κυριαρχεί αδυναμία άρθρωσης ουσιαστικού πολιτικού λόγου. Η απαξίωση που υπέστη στις ευρωεκλογές του ’19 είναι χαρακτηριστική. Τόσο οι εργατικές τάξεις όσο και κύρια η μεσαία τάξη περιφρόνησαν κάθε αριστερό ευφυολόγημα.
Πλέον βρίσκονται μπροστά σε ένα στρατηγικό σταυροδρόμι. Σταυροδρόμι επιλογών που σκεδάζουν στη σύγχρονη πραγματικότητα ή αναχρονισμών που προσφέρουν σύγχυση και ασάφεια.
Ο συνήθης καταγγελτικός και πλειοδοτικός λόγος ούτε συγκινεί ούτε πείθει. Η αναξιοπιστία τους αποτελεί κύριο στοιχείο, ενώ σε σημαντικά ζητήματα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος είναι προσκολλημένοι σε μαρξιστικές ιδεοληψίες, σε ισχυρές ασυνχρονικότητες. Η επιχειρηματολογία για αποδέσμευση, “Lexit”, δεν είναι καινούρια.
Παράλληλα και στον ευρύτερο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, η ποδηγέτηση υγειών φωνών και η πολιτική καχεξία των ηγετών της, δεν επιτρέπει πρόοδο. Η δυστοκία εστιάζει στην ταύτιση με το παλιό και στην κατάπνιξη εκσυγχρονιστικών φωνών.
Ωστόσο οι κοινωνίες μεταμορφώνονται και τα ζητήματα σχέσεων εξουσίας, κοινωνικής δικαιοσύνης, αναδιανομής, παραγωγικής ανασυγκρότησης, μετανάστευσης και δημοκρατίας απαιτούν σύγχρονες λύσεις. Η Αριστερά δεν ανταποκρίνεται στις νέες προκλήσεις, ούτε καταφέρνει να αποτελεί δύναμη επιρροής μελλοντικών εξελίξεων.
Στο μεταναστευτικό, η μάχη του “έθνους” ως το ταξικό άθροισμα όλων, αντιβαίνει τόσο με την αντίληψη πολλών αριστερών όσο και κύρια με την επικρατούσα άποψη στον ευρωπαϊκό χώρο. Παρέμειναν αγκυλωμένοι στις παραδοσιακές διεθνιστικές αναλύσεις και ερμηνεύοντας το σύγχρονο με όρους του παρελθόντος έγιναν μέρος του προβλήματος. Οι διεθνιστικές τους επιλογές και οι κοινωνικές παλινωδίες οδήγησαν στο Brexit και την άνοδο της ακροδεξιάς.
Στα ζητήματα περιβάλλοντος ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Πράσινους, αναμασώντας οικολογικές ευαισθησίες δήθεν βιώσιμης, δίκαιης και ολιστικής ανάπτυξης.
Αντίστοιχα στην οικονομία, η αριστερή αντι-ευρώ προπαγάνδα συχνά ταυτίστηκε με την αντίστοιχη ακροδεξιά, με ατέρμονες συζητήσεις για αλληλεγγύη αλλά καθόλου για ανάπτυξη.
Στη χώρα μας, η πρόσκαιρη αναλαμπή της Αριστεράς, στηρίχθηκε στον αριστερό λαϊκισμό, στην οργή και την κοινωνική απογοήτευση. Στην πραγματικότητα, ένα συμπίλημα ιδεοληπτικών καιροσκόπων ουδέποτε καθόρισε μια σύγχρονη πολιτική ταυτότητα πέρα από τον καταγγελτικό και αντισυστημικό λόγο.
Ο διεθνισμός τους είναι χαρακτηριστικός, αντίθετος με τις θέσεις του Γληνού, του Ηλιού, του Θεοδωράκη και του Γλέζου∙ η οικονομία με όρους προλεταριάτου, ενώ με τις επαμφοτερίζουσες θέσεις για τις ΑΕΠ, τη βιομάζα, τις ανεμογεννήτριες και τον Αχελώο, πλείστες αναπτυξιακές περιβαλλοντικές πολιτικές σταμάτησαν. Από “ορίζοντας ελπίδας έγιναν δίνη απελπισίας” σύμφωνα με τη μαρξίστρια φιλόσοφο Helena Sheehan στο “The Syriza Wave”(2017,σ185). Η κατάληξη είναι προφανής και αναμενόμενη.