γράφει ο Παναγιώτης Κουρουμπλής.
Οι Δημοκρατίες λειτουργούν θεσμικά, έχοντας στο επίκεντρο των αποφάσεών τους τη συλλογική αντίληψη – ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εθνικά ζητήματα που μπορεί να κρίνεται ακόμα και η ακεραιότητα μιας χώρας. Τότε, το συλλογικό των αποφάσεων από τις πολιτικές δυνάμεις αυτής της Πολιτείας, είναι εκ των ουκ άνευ. Κάνοντας κανείς μια αδρομερή διαδρομή της νεότερης ελληνικής ιστορίας, εύκολα διαπιστώνει πως όταν οι πολιτικές ηγεσίες επεδείκνυαν αυτάρκεια στη λήψη αποφάσεων, στις περισσότερες των περιπτώσεων, ζημίωσαν την πατρίδα.
Κραυγαλέο παράδειγμα η κυβέρνηση των Λαϊκών του 1921-1922. Ενώ έβλεπαν μπροστά τους την επερχόμενη καταστροφή στο μικρασιατικό μέτωπο, αρνήθηκαν την πραγματικότητα και απέφυγαν να ζητήσουν τη συνδρομή του εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της Συμφωνίας της Ζυρίχης, όταν και τότε επιδείχτηκε η ίδια λογική της αυτάρκειας, με τις γνωστές συνέπειες στο Κυπριακό ζήτημα. Παραπέμπω στις ιστορικές και όπως αποδείχτηκαν προφητικές τελικά, ομιλίες που έκαναν το 1959 στη Βουλή, ο Ηλίας Ηλιού και ο Γεώργιος Παπανδρέου για το Κυπριακό.
Σήμερα παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Η αναθεωρητική και μεταλλαγμένη στρατηγική του στρατιωτικού και πολιτικού κατεστημένου της Τουρκίας, επιχειρεί να ανατρέψει – έπειτα από πολλές δεκαετίες ισχύος – τη Συνθήκη της Λοζάνης και τη Συνθήκη των Παρισίων.
Οι Συνθήκες αυτές, ήταν είναι και θα πρέπει να είναι για την Ελλάδα και για το πολιτικό της σύστημα, αδιαπραγμάτευτες αρχές, που κανείς δεν έχει το δικαίωμα να επιτρέψει σε οποιονδήποτε την αμφισβήτησή τους – γιατί η όποια αμφισβήτηση θα σημαίνει εθνικό ακρωτηριασμό.
Η Συνθήκη της Λοζάνης είναι προϊόν σκληρής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα το 1923, μετά την καταστροφή στην Μικρά Ασία. Όταν η επαναστατική κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα ζήτησε από τον αυτοεξόριστο και ηττηθέντα στις εκλογές του 1920, από τους Λαϊκούς , Ελευθέριο Βενιζέλο, να αναλάβει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων, – να αναλάβει δηλαδή την ηγεσία της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, που θα γινόταν στη Λοζάνη, ο εμπνευσμένος εθνάρχης, πριν αναλάβει αυτή την πελώρια ευθύνη, απαίτησε από την επαναστατική κυβέρνηση να προχωρήσει απνευστί στη συγκρότηση ελληνικής στρατιάς στον Έβρο. Τότε ανετέθη στον αείμνηστο Θεόδωρο Πάγκαλο να οργανώσει τάχιστα τη «Στρατιά του Έβρου» – όπως ονομάστηκε- από τις καθημαγμένες ελληνικές δυνάμεις που είχαν επιστρέψει από το Μικρασιατικό μέτωπο, πράγμα που έγινε. Με δυσκολία, αλλά έγινε.
Όταν προχώρησαν οι διαπραγματεύσεις στη Λοζάνη, και η τουρκική πλευρά κατάλαβε που οδηγούνταν το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, δυο μέρες πριν την υπογραφή, αρνήθηκε να συνυπογράψει, γιατί ουσιαστικά, με τη συνθήκη αυτή, η ηττημένη κατά κράτος Ελλάδα, περιόριζε την Τουρκία στο 7% μόνο του Αιγαίου. Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος διεμήνυσε στους συνομιλητές του, ότι εάν δεν συνυπογράψουν, η «Στρατιά Έβρου» θα βαδίσει κατά της ανατολικής Θράκης, ακόμα και κατά της Κωνσταντινούπολης. Το ίδιο έπραξε και η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου το ’64, όταν κατόρθωσε να αποστείλει στην Κύπρο την περίφημη «Ελληνική Μεραρχία Κύπρου», την οποία φρόντισαν οι εθνοκάπηλοι της Χούντας να αποσύρουν από τη Μεγαλόνησο, με ολέθριες τελικά συνέπειες.
Το 1987, η Τουρκία αποπειράθηκε να στείλει στο Αιγαίο για έρευνες, το περίφημο σεισμογραφικό πλοίο Πίρι-Ρέις. Όταν όμως κατάλαβε ότι η τότε κυβέρνηση Α. Παπανδρέου, δεν έπαιζε και ήταν αποφασισμένη να βυθίσει το ερευνητικό πλοίο (γι αυτό αποφάσισε να κλείσει τις αμερικανικές βάσεις, και γι αυτό ζήτησε από τον αείμνηστο Ζίβκοφ, την παραχώρηση αεροδιαδρόμου για ελληνικά μαχητικά) τότε η Άγκυρα ανέκρουσε πρύμνη και το Πίρι-Ρέις δεν μπήκε ποτέ στο Αιγαίο.
Όταν το Μπαρμπαρός προχώρησε τον Οκτώβριο του 2018 σε έρευνες στην περιοχή της ελληνικής ΑΟΖ, στα σύνορα με την κυπριακή ΑΟΖ, η ελληνική κυβέρνηση, δείχνοντας την αποφασιστικότητά της έστειλε τη φρεγάτα Νικηφόρος Φωκάς και έκοψε τα απλωμένα προς έρευνα καλώδια του τουρκικού πλοίου, στέλνοντας μήνυμα αποφασιστικής αποτροπής.
Η σημερινή κυβέρνηση επιδεικνύει μια ακατανόητη υπεροψία και μια επικίνδυνη λογική αυτάρκειας στη συγκρότηση μιας εθνικής στρατηγικής – στην οποία στρατηγική θα πρέπει να συγκλίνουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις – και τέτοια διάθεση πιστεύω ότι υπάρχει από τους περισσότερους πολιτικούς αρχηγούς. Μια τέτοια επιλογή θα καθιστούσε την ελληνική κυβέρνηση πολύ ισχυρή, στις όποιες πιέσεις δέχεται, για διευρυμένο διάλογο.
Όμως, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα, βλέπει κανείς μια κυβέρνηση να χειρίζεται τα εθνικά θέματα περιστασιακά και με κριτήριο την εσωτερική κατανάλωση. Όταν δηλώνεις στη διαπασών, ως κυβέρνηση μιας χώρας που απειλείται εν τοις πράγμασι, ότι δε θα ανεχτείς καμία πρόκληση και μετά δικαιολογείς και ανέχεσαι την παρουσία ερευνητικών πλοίων στην υφαλοκρηπίδα σου, άλλοτε με το επιχείρημα ότι τα έσπρωξαν οι άνεμοι, άλλοτε με το ότι παρεμποδίζεις τις έρευνες με τους θορύβους που προκαλούν τα περιπλέοντα πλοία σου στην περιοχή και άλλοτε με το να παραιτείς τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας επειδή παραδέχτηκε ότι το Oruc Reis κάνει έρευνα στα χωρικά ύδατα της χώρας, όχι μόνο αυτογελοιοποιείσαι , όχι μόνο καθίστασαι αναξιόπιστη και αφερέγγυα κυβέρνηση, αλλά τροφοδοτείς την απληστία και την αδιαλλαξία του αντιπάλου.
Αποτελεί παρωδία, στο εσωτερικό να ισχυρίζεσαι πως «δεν τρέχει τίποτα» και μάλιστα υπουργοί σου να ισχυρίζονται ότι δεν κάνει έρευνες το σκάφος, αλλά στα διεθνή φόρα ως κυβέρνηση να καταγγέλλεις ότι προσβάλλονται τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Ταυτόχρονα, να μην αντιδράς έντονα όταν, ερωτώμενος ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης αν οι έρευνες γίνονται στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας, εκείνος απαντά πως δε γνωρίζει.
Επί ένα μήνα και πλέον το Oruc Reis παραβίαζε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα .Τι άλλο πρέπει να κάνει; Να εμφανιστεί στον Πειραιά, για να πούμε ότι αυτό είναι προσβολή και πρόκληση; Ποιος έδωσε το δικαίωμα στον αρμόδιο υπουργό να δηλώνει μετά την επιστροφή του από την Αμερική, ότι η Ελλάδα συζητά προσφυγή είτε στη Χάγη είτε σε διαιτησία; Κατανοούμε «οι παρεπιδημούντες στην Ιερουσαλήμ» τι σημαίνει ενδεχομένη διαιτησία ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία για τα εθνικά μας θέματα.
Είχα γράψει μετά τη συμφωνία με την Ιταλία -πολύ περισσότερο με εκείνη της Αιγύπτου- ότι αφήσαμε κενά, που ενδεχομένως θα γίνουν επιχειρήματα εις βάρος μας και θα καταστήσουν περιοχές αδιαφιλονίκητες μέχρι τώρα, σε διαφιλονικούμενες.
Είναι αξιοπερίεργη, για κάθε Έλληνα πολίτη που υπερακοντίζει το πατριωτικό συμφέρον από το κομματικό, η επικίνδυνη λογική της αυταρκείας που διακατέχει τους χειρισμούς αυτής της κυβέρνησης στα εθνικά θέματα. Σπεύδω να αναγνωρίσω ότι και η δική μας κυβέρνηση στο ζήτημα των Σκοπίων εξεδήλωσε μια τέτοια διάθεση και την πλήρωσε πολιτικά. Γιατί όλοι ξέρουμε πως δεν απείχε αυτή η συμφωνία από προγενέστερες συγκλίσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων στο θέμα αυτό. Όμως άλλο μια συμφωνία με τα Σκόπια -των οποίων ας μη ξεχνούμε ότι σήμερα ελέγχουμε στρατιωτικά τον εναέριο χώρο, αποτρέποντας την εκεί δημιουργία τουρκικής, στρατιωτικής, αεροπορικής βάσης- και άλλο μια συμφωνία με την Τουρκία, που απαιτεί την ανατροπή της Συνθήκης της Λοζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων. Ο διάλογος για τον οποίο γίνεται λόγος έχει διαφορετικό περιεχόμενο για εμάς και διαφορετικό για τη Τουρκία, σε ό,τι αφορά την ατζέντα των θεμάτων. Και φοβούμαι ότι τα 32 δισεκατομμύρια του προγράμματος «Ανάκαμψη» και τα δημοσιονομικά μας, θα χρησιμοποιηθούν ως μοχλός πίεσης των Ευρωπαίων στην Αθήνα, για διεύρυνση του διαλόγου ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Εδώ θα ήθελα να διερωτηθώ, και πιστεύω ότι δικαιούνται όλοι οι Έλληνες να ξέρουν, αν θα ήταν δυνατό να μετατραπούν οι μέχρι τώρα οικονομικές συμφωνίες, όπως του αγωγού East Med, σε ένα νέο, ενιαίο αμυντικό δόγμα ανάμεσα στην Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ. Και, γιατί όχι, και την Αίγυπτο; Διερωτώμαι επίσης γιατί η Ελλάδα δεν μπλοκάρει το 13ο Κεφάλαιο της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε. – Τουρκίας, που αφορά την αλιεία.
Η σημερινή κυβέρνηση έχει απέναντί της μια αξιωματική αντιπολίτευση που εμφορείται στη συντριπτική της πλειοψηφία από το πνεύμα του πατριωτικού ΕΑΜ και του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ. Μια αντιπολίτευση που επέδειξε γενναιότητα, στηρίζοντας την κυβέρνηση, όχι μόνο στο ζήτημα της πανδημίας, αλλά και στο ζήτημα του Έβρου – της εργαλειοποίησης του προσφυγικού από την μεριά της Τουρκίας. Πιστεύω ότι ωθούμεθα , κάτω από πολύ μεγάλες πιέσεις, όχι απλώς σε διάλογο, αλλά σε διευρυμένης ατζέντας διαπραγμάτευση και κάτι τέτοιο γεννιέται στη σκέψη μου από τρία επίδικα σημεία του άρθρου του κ. Πρωθυπουργού, που δημοσιεύτηκε σε ευρωπαϊκές εφημερίδες. Αναφέρει τη λέξη διεκδίκηση ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, για το Καστελόριζο, αναφέρει τον όρο «διαφορές» και όχι διαφορά, και αναφέρεται στην περίφημη, γραπτή, τεχνική συμφωνία, την οποία όμως μέχρι σήμερα δεν έχει θέσει υπόψη ως κείμενο στους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς. Υποστήριξε μάλιστα στην τελευταία του συνέντευξη στη Θεσσαλονίκη, ότι από τη στιγμή που η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε δεν έχει αξία. Πρέπει ωστόσο να μάθουμε το περιεχόμενο, γιατί μπορεί αυτό να χρησιμοποιηθεί ως βάση μελλοντικής συζήτησης. Για να μην θυμηθώ την ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη, κατά την οποία δεν έκανε καμία αναφορά για την Κύπρο.
Καταθέτοντας την άποψή μου, κι επειδή είναι βέβαιο ότι σε μία διαπραγμάτευση στην οποία θα συρθούμε θα τεθεί ως πρώτος και απαραβίαστος όρος η απαγόρευση μονομερών ενεργειών, τονίζω προς κάθε κατεύθυνση ότι η Ελλάδα απνευστί θα πρέπει να κλείσει όλους τους κόλπους της, με βάση τη δουλειά που έγινε στο Υπουργείο Εξωτερικών την περίοδο Κοτζιά – Κατρούγκαλου και να επεκτείνει σε 12 μίλια την Αιγιαλίτιδα Ζώνη της, σε όλη την ακτογραμμή από την Κρήτη μέχρι τα Δωδεκάνησα, περιοχές για τις οποίες δεν υφίσταται το casus belli.
Θα πρέπει ακόμα να βάλει στο τραπέζι την άρση του casus belli για όπου το έχει θέσει η Τουρκία. Θα διαμηνύσει έτσι, με τον πιο σαφή τρόπο, σε Αμερικανούς, Ευρωπαίους και στην Τουρκία ότι διατηρεί ζωντανό και ακέραιο το δικαίωμά της να επεκτείνει την Αιγιαλίτιδα ζώνη της στο Αιγαίο, από τα έξι μίλια που είναι σήμερα, στα δώδεκα.
Τότε είναι βέβαιο ότι θα βλέπαμε πώς θα αντιδρούσαν και οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι. Γιατί την επόμενη μέρα δεν θα υπήρχε νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ και αυτό έχει πολύ μεγάλο, έχει υπερβολικό κόστος για πολλούς. Η αντιπολίτευση τοποθετήθηκε συνολικά υπέρ της επέκτασης στα 12 μίλια. Πιστεύω ότι είναι μια θέση που μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμη για την κυβέρνηση και θεωρώ λάθος από τους εκπροσώπους της τον τρόπο που την αντιμετωπίζουν. Όπως θεωρώ και μέγα ατόπημα την τοποθέτηση του υπουργού επικρατείας για την κόκκινη γραμμή των έξι μιλίων. Δεν άκουσα να το λέει ούτε ο πρωθυπουργός ούτε ο υπουργός εξωτερικών που είναι οι καθόλα αρμόδιοι να ασκούν την εξωτερική πολιτική.
Το μέγα ερώτημα που τίθεται είναι ποια θα είναι η αντίδραση της Ελλάδας, στην περίπτωση που επιχειρηθεί από την μεριά της Τουρκίας γεώτρηση στην υφαλοκρηπίδα μεταξύ 6-12 μιλίων. Γι αυτό υποστηρίζω ότι η αγγελία για τα 12 μίλια θα προλάβει απρόβλεπτες καταστάσεις.
Δημοσιεύθηκε και στο ieidiseis.gr