γράφει ο Λάρκος Λάρκου.
Ένας χρόνος ολοκληρώνεται στην άσκηση της εξουσίας στην Ελλάδα από το κόμμα της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη και Υπουργό Εξωτερικών τον Ν. Δένδια. Ο Κ. Μητσοτάκης κέρδισε πόντους στη διαχείριση της κρίσης με την πανδημία του κορονοϊού. Το προβάδισμα αυτό δεν αντακακλάται στο επίπεδο της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Θεωρώ ότι το βασικό χαρακτηριστικό της είναι η επιστροφή στην πεπατημένη της εποχής Κ. Καραμανλή (2004-09): «κυπροποίηση» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (καταγγελία αντί για άσκηση διπλωματίας, συλλογή ψηφισμάτων που ωφελούν στιγμιαία), σχεδόν μηδενική ευρηματικότητα ή δημιουργικότητα στην άσκησή της, πλήρης απορρόφηση της ενέργειάς της από τις συγκρουσιακές σχέσεις με την Τουρκία, ελάχιστο ή και καθόλου βάρος στην εσωτερική ζωή της ΕΕ, ή κάποιες ιδέες για την εξέλιξή της, πλην της συμμετοχής σε μια πρωτοβουλία με Ε. Μακρόν υπέρ του «κορονοομόλογου»-μέχρι που ο γάλλος πρόεδρος έκανε στροφή καθ’ ότι μόνο με την Α. Μέρκελ γίνεται η δουλειά.
Σε ειδικότερα κεφάλαια σημειώνω τα πιο κάτω:
Ο Κ. Μητσοτάκης παρέχει πλήρη στήριξη στην πολιτική που ασκεί ο Ν. Αναστασιάδης και, είτε από επιλογή, είτε από αδυναμία να συντονίσει στην μεγάλη εικόνα, δέχεται ο ίδιος τις επιπτώσεις της. Για παράδειγμα, το περίφημο «Τουρκολιβυκό Σύμφωνο» για το οποίο γράφτηκαν ποταμοί από αναλύσεις, είναι ουσιαστικά «παιδί» του Κραν Μοντάνα και της ανερμάτιστης πολιτικής που ακολουθεί εδώ και τρία χρόνια ο κύπριος πρόεδρος- μηδέν συνομιλίες, τρία χρόνια συμμετοχή και στήριξη σε σχήματα του τύπου «τριμερείς διασκέψεις», όλα του κυπριακού σε στρατηγικό αδιέξοδο. Η Αθήνα χωρίς να έχει κερδίσει οτιδήποτε -πέρα από ευκαιριακές φωτογραφίσεις- βυθίζεται εντονότερα στους επαρχιώτικους μικρομεγαλισμούς της Λευκωσίας. Η Κύπρος ως αδύναμος κρίκος σε κάθε σχήμα διασκέψεων έχει οδηγηθεί σε αποξένωση από διεθνείς παίκτες-ΟΗΕ, ΕΕ. Οι εταιρείες έχουν αποχωρήσει από την κυπριακή ΑΟΖ εξαιτίας της παρουσίας ερευνητικών πλοίων της Τουρκίας, και βέβαια εξαιτίας της θεαματικής πτώσης των τιμών διεθνώς. Είναι απορίας άξιον πως η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη ενετάχθη στο project, γνωστό ως Eastmed- ίσως για εσωτερική κατανάλωση-, καθ’ ότι ούτε επαρκείς ποσότητες έχουν επισημανθεί, ούτε χρήματα υπαρχουν για τα 6 δις της (υποθετικής) κατασκευής του, ούτε βέβαια μπορεί να ανταγωνιστεί στις ευρωπαϊκές αγορές το πολύ φθηνότερο ρωσικό. Τελευταίο σημείο της αθηναϊκής επιπολαιότητας η συμμετοχή Δένδια σε τηλεδιάσκεψη στις 11 Μαϊου, ανάμεσα τους Υπουργούς Εξωτερικών της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αιγύπτου, της Γαλλίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Οι πέντε ζήτησαν από την Τουρκία «να σεβαστεί πλήρως τα κυριαρχικά δικαιώματα όλων των κρατών στις θαλάσσιες ζώνες τους στην ανατολική Μεσόγειο». Βέβαια είναι άξιον απορίας το πως συμμετείχαν τα ΗΑΕ, άξιον διερεύνησης το γιατί απουσίασε το Ισραήλ και άξιον ανάλυσης το πώς κανένας δεν λαμβάνει υπόψη το μηδενικό αποτέλεσμα.
Στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι η διαρκής αντιπαλότητα συσπειρώνει την κοινή γνώμη γύρω από την κυβέρνηση, αλλά, βέβαια, αυτό συμβάλει στη δημιουργία της πιο ακατάλληλης ατμόσφαιρας για τον αναγκαίο πολιτικό διάλογο για την ετοιμασία μιας διαφορετικής ατζέντας με την Άγκυρα. Καμμία διαχείριση μιας κρίσης δεν μπορεί να κριθεί στο σύνολό της επιτυχημένη (λ.χ Έβρος), αν βασίζεται στις θεωρίες περί «ασύμμετρης απειλής» ή στις διαρκείς δηλώσεις περί των ε/κ σχέσεων που καλούν σε «αγωνιστική εγρήγορση». Οι συνεχείς τριβές στις σχέσεις των δύο χωρών δείχνουν πόσο δύσκολο, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι να συζητηθεί στα σοβαρά το ζήτημα της από κοινού προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Αρκετά ΜΜΕ, με ελάχιστη κατανόηση της ιστορίας και της θεματολογίας των ε/τ σχέσεων, συμβάλλουν στην ανακύκλωση της θεωρίας περί «θυματοποίησης» των ελλήνων, γεγονός που περιπλέκει τα πράγματα και απομακρύνει τις δυνατότητες για θετικές εξελίξεις.
Πάνω στο κεντρικό ζήτημα των ευρωτουρκικών σχέσεων η Αθήνα μιλάει με γενικότητες και αποφεύγει να υποστηρίξει μια κατεύθυνση. Κάποτε η Αθήνα ήταν πρωταγωνιστής μιας άλλης στρατηγικής- «πολιτική του Ελίνκι», 1999. Σήμερα εμφανίζεται με τη γραμμή «ό,τι προκύψει».
Ο χειρισμός της υπόθεσης γύρω από την επιλογή συμμάχου στη Λιβύη μέσα από την οπτική ο «εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», σε συνδυασμό με την επίσκεψη του στρατηγού Χαφτάρ στην Αθήνα, αποδεικνύεται πόσο μυωπική είναι καθώς ο στρατηγός χάνει διαρκώς έδαφος, ενώ κόστισε τον αποκλεισμό της σε Συνόδους για τη Λιβύη στο Βερολίνο.
Ο Ν. Δένδιας είναι ένας παλιομοδίτης πολιτικός της ΝΔ, με ισχυρό εσωκομματικό προφίλ, που ανήκει στη λεγόμενη «καραμανλική» τάση, αν αυτό σημαίνει πλέον οτιδήποτε. Εμφανώς είναι έξω από τα νερά του, η προηγούμενη μηδενική ενασχόλησή του με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δυσκολεύει τα πράγματα καθώς δεν μπορεί να εμβαθύνει στα αντικείμενα που εποπτεύει. Ο διαρκής καταγγελτικός λόγος τού προσπορίζει το εσωτερικό χειροκρότημα- κάτι σύνηθες στην άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, κάτι που αξιοποίησαν και άλλοι υπουργοί πριν από αυτόν.
Γενικά μπορεί να υποστηριχθεί με αρκετή ακρίβεια πως στον έναν χρόνο της άσκησής της η ελληνική διπλωματία επί ΝΔ δεν παρουσίασε κάποια νέα ιδέα, δεν ανέδειξε ένα δημιουργικό θέμα για να το προωθήσει, δεν αξιολόγησε ένα ευρωπαϊκό θέμα ως δική της προτεραιότητα (λ.χ. πολιτικές της ΕΕ για τα Δυτικά Βαλκάνια ή πολιτικές άμυνας και ασφάλειας). Ως εκ τούτου, κρίνω ότι δεν μπορεί να καταγράψει ένα θετικό αποτέλεσμα, πλην, ίσως, τις καλά προετοιμασμένες συναντήσεις Μητσοτάκη με Μέρκελ και Μακρόν και τη σωστή στροφή στο ζήτημα της ονομασίας της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας…