γράφει ο Μάξιμος Χαρακόπουλος.
Η δεκαετία 2009-2019 θα καταγραφεί ως μια από τις πιο διχαστικές στην νεοελληνική ιστορία. Η οικονομική κατάρρευση, που συμπαρέσυρε ή μάλλον αποκάλυψε τα σοβαρά δομικά προβλήματα της χώρας, τροφοδότησε πρωτοφανή αισθήματα οργής σε ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Γαλουχημένοι με κατεστημένες ιδεοληψίες, που γιγαντώθηκαν στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης πολλοί συμπολίτες μας άρχισαν να αναζητούν παντού εχθρούς. Κι όχι μόνον στην τρόικα, στους «γερμανοτσολιάδες» πολιτικούς, στους αιμοδιψείς τραπεζίτες και στους «πουλημένους δημοσιογράφους», αλλά ακόμη και στους διπλανούς τους, στους γείτονές τους, στους συγγενείς τους. Γενικά σε όσους δεν συμφωνούσαν με τη δική τους οπτική των πραγμάτων.
Η λογική παραχώρησε τη θέση της στο συναίσθημα, και μάλιστα το πλέον σκοτεινό, αυτό που εκδηλώνει μίσος για τον άλλον, που τον βαπτίζει θανάσιμο αντίπαλο, και επιδιώκει την εξόντωσή του. Όταν ανοίγει αυτό το κουτί της Πανδώρας οι συνέπειες είναι καταστροφικές. Κάπως έτσι ξεκινούν και οι εμφύλιοι σπαραγμοί. Όποιος υποκύψει στην τυφλή αντίδραση, ακόμη και εάν αυτή εδράζεται σε πραγματικά αίτια, καταλήγει να διαπράττει αδικίες.
Το κύμα της αγανάκτησης στην Ελλάδα πήρε από τις αρχές της κρίσης και τέτοια χαρακτηριστικά. Είχε, βέβαια, προηγηθεί, για να μην το λησμονούμε,το κάψιμο της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 2008, με αφορμή τη δολοφονία του νεαρού Γρηγορόπουλου, ενώ το δηλητήριο της αμφισβήτησης θεσμών και προσώπων διαχεόταν άφθονο, δυστυχώς, όχι μόνον από περιθωριακούς πολιτικούς χώρους.
Κάπως έτσι ξεκίνησε και το «κίνημα των αγανακτισμένων». Χειραγωγούμενο, βεβαίως, εξ αρχής από συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους, εκπαιδευμένους να κινούνται στο «πεζοδρόμιο», στρατολογώντας οπαδούς με ακραία συνθηματολογία.
Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα όταν διαπράχθηκε το τρομερό έγκλημα της Μαρφίν, πριν ακριβώς μια δεκαετία. Τρεις νέοι συνάνθρωποί μας βρήκαν τραγικό θάνατο από τη βροχή μολότοφ που έπεσαν στο κτίριο, στο οποίο είχαν την ατυχία να εργάζονται. Τα όσα συνέβησαν τότε στην οδό Σταδίου είναι μνημείο κτηνωδίας. Διαδηλωτές φώναζαν να καούν οι εργαζόμενοι γιατί ήταν «απεργοσπάστες», και ταυτόχρονα εμπόδιζαν οχήματα της Πυροσβεστικής να προσεγγίσουν στον χώρο και να σβήσουν την πυρκαγιά. Ως εκεί τους οδήγησε ο φανατισμός. Το έγκλημα ολοφάνερο. Επρόκειτο για ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Κι όμως, οι νεκροί της Μαρφίν δεν στάθηκαν ικανοί για να συνεφέρουν τα οξυμένα πνεύματα. Το έγκλημα δεν αφύπνισε συνειδήσεις για το πού οδηγούσε ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία. Αντιθέτως, η πάνω και η κάτω πλατεία των «αγανακτισμένων» θα γνωρίσει ημέρες δόξης, αναδεικνύοντας νέους «αστέρες» της πολιτικής ζωής. Τα διχαστικά κηρύγματα, αναμεμειγμένα με παραπλανητικά ψεύδη και τόνους συνωμοσιολογίας έγιναν μια καθημερινότητα. Όπως και οι προπηλακισμοί και το κυνηγητό των «αντιπάλων». Μέχρι βεβαίως η κάτω πλατεία να πάρει την εξουσία και να αποδείξει και στους έκπληκτους οπαδούς της την κενότητα του πολιτικού της λόγου και την ανικανότητα των στελεχών της. Αλλά εν τω μεταξύ η χώρα πλήρωσε βαρύτατο τίμημα.
Σήμερα, η ελληνική κοινωνία δείχνει μια εξαιρετική ωριμότητα, και το πνεύμα ενότητας είναι πιο ισχυρό από ποτέ. Οι κήρυκες του διχασμού είτε βρίσκονται στα αζήτητα είτε η απήχησή τους είναι περιορισμένη. Η χώρα στη συντριπτική της πλειοψηφία δείχνει ότι θέλει να προχωρήσει μπροστά. Οι πολίτες εκτιμούν την σοβαρότητα και την εργατικότητα και όχι τα παχιά λόγια ή τις ακραίες φωνές. Αυτό συνιστά ένα τεράστιο κέρδος που πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί το επόμενο δύσκολο, λόγω πανδημίας και οικονομικής κρίσης, διάστημα. Και προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να στρατευθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, δείχνοντας έμπρακτα ότι διδάχθηκαν από τα λάθη του παρελθόντος. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα της τιμής που η Πολιτεία αποδίδει στους αδικοχαμένους νέους της Μαρφίν. Ένα μήνυμα ενότητας για το αύριο. Όσοι δεν το λάβουν θα έχουν τεράστια ευθύνη ενώπιον της ιστορίας.
- Ευελπιστούμε κάποια μέρα να λογοδοτήσουν στη Δικαιοσύνη οι φυσικοί αυτουργοί του εγκλήματος, και να μη μπει δια παντός η υπόθεση αυτή στο αρχείο.