γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Ένας αμίλητος γέρος καθόταν μόνιμα στη γωνιά του, με τη μαγκούρα καρφωμένη στην ξύλινη καρέκλα. Πού και πού έπαιζε με το μουστάκι του, δίχως να αραδιάζει τις ιστορίες ενός αλλοτινού καιρού. Ρυτίδιαζε κάποτε το δέρμα γύρω από τα μικρά καφετιά του μάτια για να χαμογελάσει, τόσο που στα στερνά του χρόνια το πρόσωπό του φάνταζε λίγο πιο οστέινο. Δεν ήταν πως απόκαμε τάχα από τα πολλά τα βάρη. Απλώς φρόντιζε να μετρά τις κουβέντες. Στο κάδρο, ένας νεαρός λοχίας του Ελληνικού Στρατού με μια πεντακάθαρη στολή. Άραγε να τη φόρεσε έκτοτε; Απίθανο. Σε μια κούτα βρήκα μετά το φευγιό του ένα μικρό δελτάριο γεμάτο ανδραγαθίες: τέσσερις φορές προαχθείς σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις γύρω από το Βίτσι. Κι ο αδελφός του, στη Μακρόνησο ως κομμουνιστής. Είχαν το ίδιο βλέμμα -κρητική γενιά βλέπεις, βλοσυροί και κακορίζικοι αμφότεροι- μα εκείνος ήταν λίγο πιο ψηλός. Παιδιά ήταν εξάλλου όταν ξεκίνησαν να δουλεύουν μπογιατζήδες για να ζήσουν. Δύσκολοι καιροί.
Στο Ηράκλειο, ένας παλιός αντάρτης πάνω από 90 χρονών, απόμαχος κι αυτός, βασταζόταν χαρούμενος στο χέρι της κόρης του. Είχε καταγράψει μια-δυο αναμνήσεις σε ένα γαλάζιο βιβλίο, το οποίο εξέδωσε μόνος του. Όταν πάτησαν οι Γερμανοί στην Κρήτη ξεκίνησαν τις εκτελέσεις. Πλακάλωνα, Κοντομαρί, Κάντανος, Ανώγεια, Μουρνιές, Γερακάρι, Κρύα Βρύση, Βιάννος, Ρίζα, Ροδάκινο, κι αλλού. Παντού φωτιά. Και μέσα σε αυτή έγκυες γυναίκες, γέροι και μωρά παιδιά. Τις θυμόταν τις κραυγές τους ο πρώην ΕΛΑΣίτης, παρότι η μόνιμα χαρωπή του έκφραση έκρυβε τέσσερα χρόνια αίματος. Δύσκολοι καιροί.
Σε ένα μικρό χωριό κοντά στο Αγρίνιο, την Αβώραννη, μια ηλικιωμένη φουρνάρισσα περιέγραφε δίχως δάκρυα το πώς έχασε τον αδελφό της. Εδώ, έξω από την εκκλησία τον έπιασαν οι τσολιάδες. Τον μάτωσαν με τα μαστίγια και τα χέρια τους πριν τον μεταφέρουν στις καπναποθήκες – κολαστήρια. Λίγους μήνες μετά, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944 ήταν ένας από τους 120 που εκτελέστηκαν στην Αγία Τριάδα. Νέο παιδί, δυνατό όπως τα άλλα. Δεν ήταν αντιστασιακός, απλά άτυχος. Έζησε βέβαια η αδελφή του, τόσο ώστε να μιλήσει για αυτόν. Επιβίωσε μέσα στην πείνα, τη θλίψη του χαμού και τον καθημερινό κίνδυνο. Έθαψε τους γονείς της, έφερε στη ζωή παιδιά που θα θάψουν εκείνη -τουλάχιστον έτσι είπε ανέκφραστα. Δύσκολοι καιροί.
Σήμερα, οσμή θανάτου παρεισφρέει στον ανοιξιάτικο φόντο. Κάθε απόγευμα μαθαίνουμε τους νεκρούς μας, μένοντας κλεισμένοι εντός των οικιακών τειχών. Κάποιοι σκέφτονται το παρελθόν, κάνουν αναλογίες. Άσκοπο, σχεδόν· ας αφήσουμε τον Περικλή στην ησυχία του. Η ιστορία δεν διδάσκει, παρά τιμωρεί για την άγνοια των μαθημάτων της. Προσφέρει παραδείγματα ανθρώπων που επιβίωσαν σε δύσκολους καιρούς, σε χρόνια τα οποία εμείς ιστορούμε ευτυχώς δίχως να τα ζήσουμε. Φεύγοντας σιγά – σιγά, άφησαν μια στάλα ελευθερίας για να την υπερασπιστούμε σαν το μέγιστο αγαθό. Για να την αποκτήσουν αυτή τη στάλα, έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους και τα καλύτερά τους χρόνια. Πείνασαν. Κατέβασαν μαζί με τον Γλέζο το ναζιστικό έκτρωμα από την Ακρόπολη, πήραν την ευθύνη του Πλαστήρα, πέρασαν τα βασανιστήρια των χουντικών μαζί με τον Μουστακλή. Χρησιμοποίησαν όμως τα χέρια περισσότερο από το στόμα τους, πράγμα το οποίο δυστυχώς εκλείπει έστω ως πρόθεση στις σημερινές κοινωνίες.
Επί της ουσίας, ως «ιστορία» ονομάσαμε την επιστημονική αναζήτηση των παρελθοντικών γεγονότων υπό το ιδιαίτερο πρίσμα πάντα του εκάστοτε μελετητή. Μοιραία, ο τρόπος προσέγγισής της είναι υποκειμενικός: η ιστορία σου διδάσκει όσα κι ό,τι θες να διδαχθείς. Προσφέρει πάντα ένα απάγκιο βέβαια, αφού η ανθρωπότητα έχει ένα παρελθόν εκατομμυρίων ετών. Μέσα σε αυτά τα εκατομμύρια έτη, γεννήθηκαν, ερωτεύτηκαν και πέθαναν με τον δικό τους τρόπο αναρίθμητα άτομα. Η γοητεία της εν λόγω επιστήμης λοιπόν δεν έγκειται σε τελεολογικές διδαχές, μα στην προσέγγιση των ιδιομορφιών που οδήγησαν άθελά τους στη συγκρότηση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Οι παρελθοντικές πανδημίες, οι πόλεμοι, οι φυσικές καταστροφές, άφησαν τον άνθρωπο να αναψηλαφίζει τις πληγές του, με τη μάταιη ελπίδα πως θα ονειροκρίνει το μέλλον.