γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης.
Τις τελευταίες μέρες σημειώθηκε μια αναστάτωση στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, εξαιτίας ενός πίνακα του Φλαμανδού ζωγράφου του 17ου αιώνα, του Frans Snyders. Ο εν λόγω πίνακας, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η αγορά των πτηνών» απεικονίζει πλήθος νεκρών ζώων-θηραμάτων, με αποτέλεσμα την αναστάτωση αρκετών χορτοφάγων φοιτητών, οι οποίοι και ζήτησαν την απομάκρυσή του. «Πίνακες σαν και αυτόν αποκαθαίρουν μία πρακτική που ήδη πολλοί άνθρωποι θεωρούν ανήθικη, η οποία είναι παρωχημένη και η κοινωνία δεν αποδέχεται», δήλωσε πρόσφατα και ο προασπιστής των δικαιωμάτων των ζώων Τόνιο Γκαρσία.
Τελικά, εξαιτίας των πιέσεων, ο πίνακας αφαιρέθηκε. Έρχεται λοιπόν και πάλι μπροστά μας το επίκαιρο θέμα της πολιτικής ορθότητας. Σημαντικό ρόλο σε αυτή διαδραματίζει η έννοια της προσβολής. Γιατί άραγε σήμερα τόσοι άνθρωποι βρίσκουν αποτρόπαια μέχρι και την καλλιτεχνική αναπαράσταση συγκεκριμένων πρακτικών, που σε άλλες εποχές ήταν αυτονόητες; Σε τι διαφέρει το σήμερα από το χθες;
Για να ερμηνεύσω το φαινόμενο της πολιτικής ορθότητας, θα διαιρέσω την προβληματική του σε δύο μέρη: πρώτον, σχετικά με τη θέση του Δυτικού πολιτισμού στον κόσμο σήμερα, και δεύτερον, σχετικά με τη μορφή της ιδιωτικής ζωής στις Δυτικές κοινωνίες. Στηρίζομαι κυρίως στη σκέψη δύο σημαντικών κοινωνιολόγων του καιρού μας, του Ulrich Beck (στο βιβλίο του Κοινωνία της διακινδύνευσης) και του Richard Sennett (στο βιβλίο του Η τυραννία της οικειότητας), αντίστοιχα.
Αρχικά, σύμφωνα με τον Ulrich Beck, ζούμε σε μια «κοινωνία της διακινδύνευσης».
Ο κόσμος που δημιουργήσαμε, υποστηρίζει ο Ulrich Beck, έχει ξεφύγει από τον έλεγχό μας. Κατά συνέπεια, η κοινωνία της διακινδύνευσης είναι στην πραγματικότητα μια κοινωνία που ασκεί κριτική στον ίδιο της τον εαυτό, ή αλλιώς, η κοινωνία που έχει στερηθεί την ασφάλεια. Στην πραγματικότητα βέβαια, η κοινωνία της διακινδύνευσης δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχεια και η περαιτέρω ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας, η τεχνολογία και η παγκοσμιοποίηση της οποίας διακρίνει μελλοντικούς κινδύνους που έχουν προκληθεί από την ίδια. Συγκρίνοντας την εποχή μας με προγενέστερες ιστορικές περιόδους, ο Ulrich Beck διαπιστώνει πως η διακινδύνευση υφίσταται ήδη παλιότερα και δεν αποτελεί εφεύρημα της εποχής μας. Η διαφορά της εποχής μας από τις προηγούμενες έγκειται στη μορφή των διακινδυνεύσεων: ενώ κάποτε ήταν αποτέλεσμα κακών συνθηκών υγιεινής και μπορούσε να παρατηρηθεί από τον καθένα· σήμερα δεν είναι εμφανής η διακινδύνευση, αφού είναι οι ειδικοί επιστήμονες που διαπιστώνουν στο μέλλον τους πιθανούς κινδύνους, οι οποίοι μάλιστα δεν είναι αποτέλεσμα της χαμηλής αλλά της υπερβολικά υψηλής ανάπτυξης. Η μεγάλη ανάπτυξη αποτελεί την πρόκληση της εποχής μας: ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο εύκολο να οδηγηθούμε μόνοι μας σε ολοκληρωτικό αφανισμό.
Μπορεί να καταφέραμε ως ανθρωπότητα να εξαλείψουμε σε μεγάλο βαθμό την πείνα, το τίμημα όμως είναι ο πολλαπλασιασμός των διακινδυνεύσεων σε όλον τον κόσμο. Αυτή είναι μια ακόμη ιδιότητα της κοινωνίας του ρίσκου: ο εσωτερικός χαρακτήρας των κινδύνων της. Δε μας απειλούν πλέον τα στοιχεία της φύσης, αλλά οι δικές μας δραστηριότητες (πχ η εσφαλμένη χρήση της πυρηνικής ενέργειας). Η επιστήμη δεν παίζει πια στη Δύση τον ρόλο του απελευθερωτή από τις προλήψεις και την αμάθεια, όπως στους Νεότερους Χρόνους, αλλά μάλλον το όργανο ελέγχου των συνεπειών που η αλόγιστη χρήση της ίδιας έχει επιφέρει (πχ κλιματική αλλαγή). Η ίδια η επιτυχία των επιστημών και (γιατί όχι;) του καπιταλισμού, έχει σηματοδοτήσει την εκθρόνισή τους: αποκαλύπτονται έτσι τα σφάλματα και οι αστοχίες της, ο πλουραλισμός αυξάνεται. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να τους ασκούν κριτική, ακόμη και να αναζητούν νέες εναλλακτικές. Αυτό ενδεχομένως εξηγεί την όψιμη ενοχή της Δύσης απέναντι σε όσα η ίδια κάποτε έκανε. Εν ολίγοις, αν οι σημερινοί έφηβοι είναι ευαίσθητοι στα δικαιώματα των ζώων, των φυτών και των πολιτισμικών μειονοτήτων, είναι επειδή ζουν σε συνθήκες που τους επιτρέπουν να το κάνουν. Όπως ένας πλούσιος νέος κληρονόμος που καταδικάζει τις πράξεις με τις οποίες ο πατέρας του απέκτησε τα χρήματα που του κληροδότησε. Ένα σύνδρομο «ενοχής της καλοπέρασης». Η Δύση τώρα ασκεί την αυτοκριτική της, ακριβώς επειδή έχει αυτή την πολυτέλεια τώρα που η δύναμη και οι αρχές της έχουν θριαμβεύσει πάνω στον υπόλοιπο κόσμο.
Περνώντας στο δεύτερο σκέλος, πρέπει να πούμε ότι οι μοντέρνες Δυτικές κοινωνίες εστιάζουν στην ατομικότητα προωθώντας ένα ναρκισσιστικό πρότυπο που στέκεται εμπόδιο απέναντι σε κάθε ύπαρξη δημόσιας ζωής. Σύμφωνα με τον Richard Sennett, οι σημερινοί άνθρωποι όχι απλώς δεν είναι απομακρυσμένοι και περισσότερο απρόσωποι από παλιότερα, αλλά αντίθετα βρίσκονται περισσότερο κοντά από ότι επιτρέπεται προκειμένου να εξασφαλιστεί μια υγιής κοινωνική επαφή. Μέσα στον σύγχρονο κόσμο, τα πάντα-από την πολιτική ως τις καλές τέχνες- παίρνουν έναν ιδιαίτερα προσωπικό χαρακτήρα. Ο ασύμμετρος υπερτονισμός της ιδιωτικότητας και των επαφών προσωπικού χαρακτήρα είναι, σύμφωνα με τον Sennett, θεμελιώδες χαρακτηριστικό της εποχής μας. Αντίθετα από τη ελληνορωμαϊκή εποχή, με την οποία αρκετοί έχουν συγκρίνει το σήμερα, ο σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος δεν έχει κάποια λατρεία για να καταφύγει. Μοναδική του προτεραιότητα είναι η ναρκισσιστική διερεύνηση του εαυτού του, της ίδιας του της προσωπικότητας. Αυτός ο ναρκισσισμός είναι που οδηγεί τις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες σε ό,τι ο Sennett ονομάζει «τυραννία της οικειότητας» (“tyranny of intimacy”).
Αυτή η οικειότητα, για την οποία γίνεται λόγος εδώ, καταλήγει να είναι τυραννική, διότι παρεμποδίζει την κοινωνική συναναστροφή των ανθρώπων: μέσω της συνεχούς αναζήτησης και αποκάλυψης προσωπικών πληροφοριών, οι άνθρωποι τείνουν να πλησιάζουν μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό που να βλάπτονται οι μεταξύ τους σχέσεις, ακριβώς εξαιτίας αυτής της κατάργησης των αποστάσεων. Αν ο σύγχρονος άνθρωπος υποφέρει από κάτι, αυτό δεν είναι η απομόνωση και η αποξένωση, όπως συχνά λέγεται, αλλά ο καταναγκαστικός δεσμός και η εγγύτητα. Είναι εκπληκτικό αλλά όταν έγραφε ο Sennett, στη δεκαετία του ’70, δεν υπήρχαν ακόμη τα social media (ακόμη Facebook, Instagram και Twitter), τα οποία παρά τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματά τους φαίνεται πως για τη μεγάλη μάζα ανθρώπων κατευθύνονται προς την ενίσχυση του ναρκισσισμού τους. Ο άνθρωπος εκτίθεται όλο και περισσότερο στα μέσα, αποκαλύπτοντας την ατομικότητά του: ανυπεράσπιστος, «γυμνός» στο βλέμμα του άλλου, αισθάνεται την ανάγκη να προστατευτεί από τα σχόλιά του. Αυτό το πετυχαίνει με δύο τρόπους: την εξιδανίκευση του εαυτού του και την πολιτική ορθότητα. Με λίγα λόγια, η νέα αξία της γενιάς των νεότερων είναι η συναισθηματική ασφάλεια. Στο πολυσυζητημένο βιβλίο της, iGen: Η γενιά του internet, η Jean M. Twenge, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του San Diego, γράφει:
«Εδώ και μερικά χρόνια, οι ασφαλείς χώροι έχουν γίνει δημοφιλείς στις πανεπιστημιουπόλεις, ως απάντηση στις επισκέψεις αμφιλεγόμενων ομιλητών: Αν οι φοιτητές αναστατωθούν από το μήνυμα κάποιου ομιλητή, μπορούν να συγκεντρωθούν σε μια ξεχωριστή τοποθεσία για να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλον. Οι ασφαλείς χώροι δεν απηχούν μόνο το ενδιαφέρον των μελών της iGen για την ασφάλεια, αλλά και τη σύνδεσή τους με την ασφάλεια από την παιδική τους ήδη ηλικία».
Συνοψίζοντας, αν η τυραννία της οικειότητας εξηγεί τη μορφή της πολιτικά ορθής νοοτροπίας (ανάγκη για συναισθηματική ασφάλεια), η ενοχή της καλοπέρασης εξηγεί το περιεχόμενό της (το τι θεωρείται ότι αξίζει προστασία). Αυτές είναι, εικάζω, οι κύριες αιτίες της πολιτικής ορθότητας.Το πρόβλημα όμως με αυτή τη νοοτροπία είναι ότι μπλοκάρει πλήθος πληροφοριών. Τα «Φιλαράκια», το «Σ’ αγαπώ μ’ αγαπάς», οι «Απαράδεκτοι», αρκετές ελληνικές ταινίες, ακόμη και τηλεοπτικές σειρές όπως το «Κωνσταντίνου και Ελένης» περιέχουν σκηνές με ατάκες που σήμερα είναι αμφίβολο αν θα λέγονταν στην τηλεόραση. Η κατάσταση είναι ίδια και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο Youtube. Αν είχε εμφανιστεί σήμερα η δημοφιλής εκπομπή Μπραφ, θα την είχε «ρίξει» το YouTube από το πρώτο κιόλας επεισόδιο. Το περίεργο είναι ότι μια μεγάλη μερίδα όσων τίθενται υπέρ των συγκεκριμένων περιορισμών, υποστηρίζουν την κατάργηση των νόμων περί βλασφημίας. Γιατί περίεργο; Διότι ακόμη και οι αναχρονιστικοί νόμοι περί «βλασφημίας», τουλάχιστον προσδιορίζουν κάπως το αντικείμενο της απαγόρευσης. Αντίθετα, ένα video στο YouTube μπορεί να θεωρηθεί προσβλητικό ή ακατάλληλο για οποιονδήποτε άκυρο λόγο μπορεί κανείς να φανταστεί. Είναι μεγάλος ο αριθμός των videos που έχουν κατέβει από το YouTube επειδή απλώς απεικόνιζαν τον Hitler (ιστορικά ντοκιμαντέρ), ακόμη και επειδή ήταν λαϊκά γερμανικά τραγούδια (!). Σε πρόσφατο video τους στο YouTube, οι δημιουργοί γνωστού καναλιού τρόμου και ψυχαγωγίας δήλωσαν ότι προσπαθούν να σώσουν το κανάλι τους από τη διαγραφή, περιορίζοντας το υλικό, αλλά ακόμη και τις φράσεις που χρησιμοποιούν (πχ λέγοντας συχνά σε video «έχασε τη ζωή του» αντί του «πέθανε» και «πήρε την ίδια του τη ζωή» αντί του «αυτοκτόνησε»). Σε ένα από τα τελευταία τους video, προκειμένου να κάνουν λόγο για τη θρησκευτική αίρεση της Σαϊεντολογίας, απέφυγαν να την κατονομάσουν ρητά, αποκαλώντας τη σε όλο το video με το όνομα γνωστού ηθοποιού και θιασώτη της, Tom Cruise.
Το ακόμη πιο περίεργο είναι ότι αυτή η υπερευαίσθητη αστυνομία προσβολής συναισθημάτων στηρίζεται αρκετά από νεότερα άτομα, με γνώση και εμπειρία του Διαδικτύου. Επίσης, αυτή η ειδική προστασία δεν περιλαμβάνει όλες οι αξίες και όλες οι ομάδες αδιακρίτως. Μπορείς άνετα να κάνεις silly walk αλά Monty Python σε μια παρέλαση εθνικής επετείου, να βρίζεις τα θεία ή τους ιερείς, χωρίς τον κίνδυνο να δεχτείς κατηγορίες από εξαγριωμένους οπαδούς της πολιτικής ορθότητας.
«Η πολιτικά ορθή κοινωνία σηματοδοτεί τον θάνατο της κωμωδίας» είπε χαρακτηριστικά ο Mel Brooks, συμπληρώνοντας ότι η ταινία του “Blazing Saddles” (Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες) σήμερα θα είχε πιθανότατα ματαιωθεί. Την υπερευαισθησία της πολιτικά ορθής κοινωνίας έχει επίσης κριτικάρει, με τη σειρά του, ο κωμικός των Monty Python, John Cleese, τονίζοντας ότι είναι χαρακτηριστική περίπτωση του πώς μια καλή ιδέα (το να μην προσβάλλεις λεκτικά μια κοινωνική ομάδα) μπορεί να εκφυλιστεί σε κακή (μια οργουελικής έμπνευσης δυστοπία όπου απαγορεύεται η ελεύθερη έκφραση). «Η πολιτική ορθότητα είναι μια επικίνδυνη μορφή ολοκληρωτισμού», λέει ο Σλοβένος φιλόσοφος Slavoj Žižek
Είναι σοβαρό λάθος να νομίζει κανείς ότι η πολιτική ορθότητα ταυτίζεται με τον σεβασμό. Ο σεβασμός είναι κάτι προσωπικό, κάτι που προϋποθέτει συσχετισμό ανάμεσα στα άτομα. Η political correctness δεν είναι σεβασμός και δε θα γίνει ποτέ. Είναι ένας τρόπος να περιορίζεις ό,τι δε σου αρέσει. Συχνά, είναι και μια μορφή (εν δυνάμει) κοινωνικά αποδεκτού bullying. Όταν η πολιτική ορθότητα μας φτάνει στο σημείο να γίνεται μήνυση για υποκίνηση μίσους στον π. Αντώνιο από την «Κιβωτό του κόσμου», τότε γίνεται πραγματικά σαφές ότι κάτι δεν πάει καλά. Για να θυμηθούμε τα λόγια του ψυχιάτρου Robin Skinner: «όταν οι άνθρωποι αδυνατούν να ελέγξουν τα δικά τους συναισθήματα, τότε προσπαθούν να ελέγξουν τη συμπεριφορά των άλλων».