γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Η έλλειψη ύπνου είναι οπωσδήποτε το πιο ισχυρό ναρκωτικό. Όταν για παράδειγμα ξυπνάς έπειτα από δύο ή τρεις ώρες, έχοντας ακόμη εκείνο το σακατεμένο κεφάλι που παρά τις προσπάθειές σου δεν έχει σπάσει ακόμη, ελάχιστα μπορείς να επιβληθείς στον εαυτό σου. Εκείνες τις στιγμές οι σκέψεις γίνονται πιο σκοτεινές, πιθανότατα γιατί το ημίφως του δωματίου προσδιορίζει σιγά-σιγά τη νέα ημέρα. Ουσιαστικά δεν θυμάσαι πολλές από τις βραδυνές σου ανησυχίες, διατηρείς όμως τη ζάλη τους. Αυτή η κατάσταση είναι πιθανότατα ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα του άγχους.
Δεν είμαι ο άνθρωπος που θα γράψει έπη για την ξεγνοιασιά. Κάθε άλλο. Θεωρώ πως έγνοιες μπορούν να μην έχουν δύο κατηγορίες ατόμων: αυτά που έχουν τα πάντα κι εκείνα που δεν έχουν τίποτα. Για παράδειγμα, ζώντας σε έναν κόσμο στον οποίο οι κατηγοριοποιήσεις είναι συχνά εμφανείς και οι ταξικές διακρίσεις θέσφατο, εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε γύρω μας το κύριο «Χ». Ο τελευταίος γεννήθηκε σε μια εύπορη οικογένεια, πράγμα αρκετό να του εξασφαλίσει ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του καλύτερη μόρφωση (βλ. ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια, ξένες γλώσσες) και τις ανάλογες διασυνδέσεις. Με μαθηματική ακρίβεια, ο κύριος «Χ» θα καταφέρει να εισέλθει σε ένα ΑΕΙ της Ελλάδας ή του εξωτερικού, ενώ δεν θα αγωνιά κατά τη διάρκεια των σπουδών του για το ενοίκιο, τα εισιτήρια των λεωφορείων ή τη γενικότερη διαβίωσή του. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, οι διασυνδέσεις που ήδη έχει ο ίδιος ή η οικογένειά του θα επιφέρουν την επαγγελματική αποκατάστασή του -συνήθως μάλιστα σε θέση υπέρτερη των δυνατοτήτων του. Ο κύριος «Χ» μπορεί λοιπόν να είναι ξέγνοιαστος.
Ομολογώ πως δεν έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους σαν το κύριο «Χ». Αντίθετα, ο περίγυρός μου ανέκαθεν αποτελείτο από μέλη των μεσαίων ή των κατώτερων στρωμάτων, τα οποία σπούδαζαν με κόπο, εργάζονταν με τον βασικό μισθό και αγωνίζονταν διαρκώς για να καλυτερεύσουν τη θέση τους. Σε τέτοια άτομα θα ήταν χυδαίο να κάνει κάποιος υποδείξεις για τη στάση ζωής τους. Είναι για παράδειγμα δικαίωμα ενός γονιού να αγχωθεί για το πώς θα ταΐσει το παιδί του, όπως επίσης είναι δικαίωμα ενός νέου να αγχωθεί για το μέλλον του. Εκτός βέβαια αν πρόκειται για τον κύριο «Χ», όπου όλα τα προβλήματα λύνονται εύκολα.
Γενικότερα, το άγχος αποδεικνύει συχνά μια αίσθηση του καθήκοντος: ο δάσκαλος λ.χ. που δεν αγχώνεται για την επάρκειά του να μορφώσει, είναι συνήθως εκείνος που αδυνατεί να κατανοήσει την κρισιμότητα της θέσης του. Με την κοινωνία να έχει αγιοποιήσει την ουτοπική επίδειξη ανεμελιάς, η γνώση πως ο καθένας μας κάνει κάτι αρκούντος σημαντικό το οποίο δυνητικά επηρεάζει τις ζωές των άλλων, αντιμετωπίζεται συχνά με θυμηδία από τον περίγυρο. Δεν προξενεί ίσως έκπληξη πως στους υπερ-νεωτερικούς χρόνους θεωρείται αναχρονιστική ακόμη και η απλή νύξη σε έννοιες όπως «τιμή», «καθήκον», «συλλογική υποχρέωση». Στο ίδιο πλαίσιο, ο ατομικιστικός υλισμός των ημερών μας φροντίζει ακριβώς για τη χαλαρότητά μας όσο ο κόσμος γύρω εκφασίζεται καθημερινά και αδιάλειπτα.
Επί της ουσίας δηλαδή, πιστεύω ακράδαντα πως ένα παραγωγικό άγχος σημαίνει ανησυχία, άρα ζωτικότητα. Είναι πρόβλημα να μην μπορείς να κοιμηθείς το βράδυ, μα σίγουρα καταδεικνύει την ικανότητά σου να σκέφτεσαι. Οπωσδήποτε, η σκέψη δημιουργεί προβλήματα, μα αν δεν το έκανε τότε θα σκεφτόταν ο καθένας. Οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι πάλευαν να ζήσουν παράγοντας περισσότερο, ασκώντας εναγωνίως το νου τους και αντιμετωπίζοντας τις περισσότερες φορές μια δεινή καθημερινότητα. Λυπάμαι, μα ο Καντ είχε άγχος όταν έπαιζε στοιχήματα στο μπιλιάρδο ή παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα με σκοπό να εξασφαλίσει τα δίδακτρα των σπουδών του, όπως επίσης είμαι βέβαιος για το μόνιμο άγχος του Σαρτρ ο οποίος κατανάλωνε αμφεταμίνες για να γράφει περισσότερο.
Τα παραπάνω σημεία, ιδίως δε η ανάγκη μιας υπέρμετρης παραγωγικότητας, θα μπορούσαν να ταυτιστούν με το καπιταλιστικό σύστημα. Το παράδειγμα του κύριου «Χ» δύναται ίσως να αποδείξει πως ο κάτοχος του κεφαλαίου ζει ξέγνοιαστος, σε αντίθεση με έναν φτωχό εργάτη. Κάτι τέτοιο θα ήταν μισή αλήθεια: η έλλειψη άγχους δεν συνδέεται τόσο άμεσα με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, παρά με παράγοντες που άπτονται της ψυχολογίας. Ο κύριος «Χ» δεν έχει άγχος όχι μόνο γιατί διαθέτει πλούτο ή κύρος, αλλά κυρίως επειδή αρκείται στην κληρονομία του δίχως να τον απασχολεί η αύξησή της. Επιπρόσθετα, το πλέον παράδοξο είναι πως ακόμη και όσοι ασκούμε κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, γινόμαστε θύματα και θύτες μια τρομερής αντίφασης: για να διατυπώσουμε έλλογα αυτή την κριτική μας, αναγκαζόμαστε να παράγουμε όλο και περισσότερο. Κι αυτή η διαδικασία βέβαια δεν στερείται άγχους, κόπου ή πνευματικής διέγερσης. Δεν αποτελεί λοιπόν το άγχος ένα απλό πρόβλημα του καπιταλισμού, θα έλεγα μάλιστα πως δεν αποτελεί καν πρόβλημα.
Εν κατακλείδι, θεωρώ πως κάθε άνθρωπος οφείλει να έχει την ελευθερία στο άγχος. Αν μάλιστα αυτό είναι παραγωγικό και δεν διαταράσσει την ησυχία του περίγυρού του, το εν λόγω συναίσθημα αποτελεί μια εσωτερική έκφραση με δημιουργικές προεκτάσεις. Όπως δηλαδή κάποιος έχει αναφέρετο δικαίωμα λ.χ. να ερωτεύεται, να αισθάνεται φόβο ή να χαίρεται, έτσι δύναται να αγχώνεται εφόσον το επιθυμεί. Ακόμη κι αν διαταράσσει τη γαλήνη της αυγής πληκτρολογώντας βίαια μπροστά σε μια οθόνη.