γράφει η Νάντια Βαλαβάνη.
Μια προεκλογική εκστρατεία δεν είναι μόνο η αποθέωση του εφήμερου. Είναι και μια ευκαιρία να διακρίνεις το «μεγάλο κάδρο», που συνήθως συσκοτίζουν οι έγνοιες της καθημερινότητας. Πολύ περισσότερο, όταν η σκοτεινή εποχή που μπήκε η χώρα το 2010 με τα μνημόνια και συνεχίζεται ακατάβλητη σήμερα – «θεωρητικά» μέχρι το 2060 χάρη στο μεταμνημονιακό «μνημονιακό» καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης που εγκαινιάστηκε πέρυσι – φτάνει σ’ ένα σημείο καμπής.
Η δυναμική και «εξαναγκαστική» σύμπτυξη σε συνασπισμό του ΣΥΝ με ό,τι είχε απομείνει μετά το ’89 από τα υπόλοιπα ρεύματα της ιστορικής Αριστεράς, οργανώσεις και πρόσωπα, στη βάση ενός προωθημένου προγράμματος, χάρισαν στο ΣΥΡΙΖΑ την καλύτερη, τη ριζοσπαστική και προωθητική του περίοδο, κυρίως από το 2006. Το 2011 κατάφερε ν’ αρθεί στο ύψος των ιστορικών στιγμών, πράγμα που τον έφερε από το 2012 στη θέση του πόλου υποδοχής του μεγάλου κύματος λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων που έσπαζε τους παραδοσιακούς κομματικούς διαχωρισμούς και στοιχιζόταν για πρώτη φορά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα πίσω όχι από ένα κόμμα, αλλά από μια πολιτική: Αυτή της χειραφέτησης από το μνημονιακό ζυγό και της ανάκτησης ή και κατάκτησης της λαϊκής, αλλά και της κρατικής κυριαρχίας.
Κι όποιος το αμφισβητεί αυτό, ας σκεφτεί μόνο πόσο μοιάζει η χώρα σήμερα, υπό το βάρος των 32.000 μνημονιακών νομοθετικών δεσμεύσεων της, με υβρίδιο του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου πρότυπου που οι πανεπιστημιακοί αποκαλούν «ρευστό» κράτος ή «κράτος-μη κράτος», το οποίο στην αναπτυγμένη του μορφή συναντάται π.χ. σε Λιβύη ή Κόσσοβο. Κι όταν στο τέλος του 2018, 10 χρόνια από την κρίση του 2009, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα-μέλος της ΕΕ, που το ΑΕΠ της βρίσκεται στο -22% του ΑΕΠ της χρονιάς εκδήλωσης της κρίσης. Κι αυτή η κατεστραμμένη σαν από πόλεμο χώρα, έχει υπογράψει για την εξυπηρέτηση ενός μη βιώσιμου χρέους, πλεονάσματα για τα επόμενα 40 χρόνια που δεν έχει εμφανίσει για τέτοιο χρονικό διάστημα καμιά χώρα στην ιστορία του κόσμου…
Το απελευθερωτικό πολιτικό και κοινωνικό κύμα έφτασε στ’ απόγειο του το καλοκαίρι του 2015. Με τις εκλογές του Ιούλη 2019 ολοκληρώνεται η επιστροφή στην πολιτική «κανονικότητα» που διέρρηξε η εποχή των μνημονίων, με επίσημη επαναστοίχιση των μεσαίων στρωμάτων πίσω στην παραδοσιακή συμμαχία τους με την άρχουσα τάξη και με την επαναφορά ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων πίσω στις παραδοσιακές κομματικές πελατειακές εξαρτήσεις τους. Ο «μπαμπούλας» της επιστροφής της ΝΔ στη θέση του διαχειριστή της κληρονομιάς τριών μνημονίων και του μεταμνημονιακού «μνημονιακού» καθεστώτος οφείλεται πολύ λιγότερο στη ΝΔ και τη χαρισματικότητα του ηγέτη της. Αντίθετα, οφείλεται κυρίως στην ιστορική αποτυχία της πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που από την ολοκληρωτική συνθηκολόγηση της το καλοκαίρι του 2015 αναλώθηκε να πείσει τον κόσμο που είχε δραπετεύσει από τις παραδοσιακές κομματικές «φυλακές» λόγω του μνημονιακού ξεριζώματος της ζωής του ότι τελικά δεν υπάρχει διέξοδος απαλλαγής από τα μνημόνια άλλη από την πιο πιστή εφαρμογή τους. Το ιστορικό «ματς» «γύρισε» μια φορά, το 2015. Σήμερα το «ματς» δεν «ξαναγυρίζει».
Τι απέγιναν όμως «οι άλλοι», και κυρίως ΛΑ.Ε και ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Κυριολεκτικά «εξαερώθηκαν» στις Ευρωεκλογές του 2019. Πληρώνοντας μια συνολική ήττα της Αριστεράς, σαν αποτέλεσμα της μετατροπής της βασικής, μεταξύ 2012-2015, δύναμης της, του ΣΥΡΙΖΑ, σε συστημική «Αριστερά» μέσω της μνημονιακής τροπής της κυβερνητικής του θητείας. Αλλά κι επειδή βεβαίως οι ίδιοι δεν κατάφεραν ν’ αρθούν στο ύψος της ιστορικής καμπής του 2015, είτε συνεχίζοντας να βάζουν την ανατροπή του καπιταλισμού ως προαπαιτούμενο για τη σύναψη συμμαχιών είτε αρνούμενοι ν’ απευθυνθούν στο όλο ΟΧΙ του Δημοψηφίσματος του καλοκαιριού του 2015 κι επενδύοντας αποκλειστικά στο κομμάτι του που έχει ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει ζωή εντός της Ευρωζώνης. Τόσο «ξεκάθαρο», ώστε η συνεισφορά της εκλογικής δύναμης της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να ισοδυναμεί με τα 2/3 της εκλογικής δύναμης του Μέρα25 του Γιάνη Βαρουφάκη, όπως αυτό πρωτοαναδύθηκε μέσα από τις πρόσφατες Ευρωεκλογές…
Επί δυο χρόνια, μεταξύ 2017 και 2018, έγιναν – και απέτυχαν – πολύ συγκεκριμένες προσπάθειες για πολιτική σύμπραξη στο πλαίσιο αυτού που χρειάζεται ο τόπος για να υπάρξει μια νέα χειραφετητική πλειοψηφία: Μιας ουσιαστικής προγραμματικής αντιπολίτευσης, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής, ως παράγωγο της δημιουργίας του ευρύτερου δυνατού δημοκρατικού, αντιμνημονιακού, πατριωτικού μετώπου για την ανόρθωση του λαού και της χώρας μ’ επίκεντρο τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς. Οι ευθύνες γι’ αυτή την αποτυχία εντοπίζονται σε όλους, ακόμα και σε όσους πήραν αυτή την ενωτική πρωτοβουλία: Αποδειχθήκαμε όλοι χωρίς εξαίρεση κατώτεροι της ιστορικής στιγμής.
Δυο βδομάδες πριν τις βουλευτικές εκλογές του 2019 κι αφού και οι τελευταίες προσπάθειες που μπορούσαν να γίνουν στο σύντομο χρόνο από τις Ευρωεκλογές – για μια εκλογική συνεργασία όλων ή μέρους των δυνάμεων όπως αναδύθηκαν μετεκλογικά – απέτυχαν, όσοι δεν πιστεύουν είτε σε προσωποπαγή σχήματα είτε στη δυνατότητα μιας συστημικής – και με το «δίπλωμα» πλέον της «Προοδευτικής Συμμαχίας» – «Αριστεράς» να μετασχηματιστεί ως θαύμα από τη θέση πλέον της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο «παλιό, καλό» εαυτό της, καλούνται να εξασφαλίσουν με την ψήφο τους την επόμενη μέρα. Να εξασφαλίσουν ότι στην πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας θα υπάρχει μια ελληνική ριζοσπαστική αριστερά σοφότερη από την ήττα της και περισσότερο έμπειρη και «έτοιμη» για το τι πρέπει να κάνει, ώστε να διευκολύνει τη «γέννα» και υποδοχή νεότερων δυνάμεων. Σ’ αυτές τις νεότερες δυνάμεις θα πρέπει να περάσει η πρωτοβουλία για την ανασύσταση όχι μόνο της Αριστεράς, αλλά και της προοπτικής μιας μαχόμενης παρουσίας και μιας νέας μαχητικής πορείας για την απελευθέρωση των εργαζομένων, γυναικών κι αντρών, του λαού και της χώρας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στην Εφημερίδα των Συντακτών.