γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Μέχρι το 2015, στις 24 Ιουλίου, στις επετείους για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί- όσο και να διαφωνούσαν μεταξύ τους- συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: στο ότι η δημοκρατία δεν κινδύνευε πλέον και ότι οι θεσμοί που την προστατεύουν είναι ισχυροί.
Τη Δευτέρα, για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα, ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε συνέντευξή του στο δίκτυο PBS, δήλωσε ότι στις προσεχείς εκλογές δεν κρίνεται απλώς το μέλλον της οικονομίας αλλά το μέλλον της δημοκρατίας.
Το χειρότερο από όλα βέβαια είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει απόλυτο δίκιο.
Για πρώτη φορά από το 1974 και μετά τίθεται εν αμφιβόλω η ποιότητα της δημοκρατίας μας και τίθεται το ερώτημα «τι είδους δημοκρατία θα είχαμε αν κέρδιζε ο ΣΥΡΙΖΑ τις εκλογές;».
Η δημοκρατία, βέβαια, δεν κινδυνεύει μόνο από τη δράση των κουκουλοφόρων στη… Μονμάρτη των Αθηνών, τα Εξάρχεια. Κινδυνεύει από την ίδια την κυβέρνηση που αντιμετωπίζει θεσμούς και ανεξάρτητες αρχές ως το βραχίονα της εξουσίας που της έδωσε ο λαός για να κυβερνά.
Η αίσθηση της υποβάθμισης της δημοκρατίας φθάνει στο μυαλό του απλού λαού, μέσα από τη διατύπωση του απλού ερωτήματος: «Μα θα κάνει εκλογές; Αν μπορέσει να τις αποφύγει, ακόμα και με πόλεμο, θα τις αποφύγει». Και αναρωτιέσαι: Πού έχουμε φθάσει; Πώς είναι δυνατόν οι πολίτες που έδωσαν την ψήφο τους στον κ. Τσίπρα, τώρα αμφισβητούν την δημοκρατικότητά του να προχωρήσει σε εκλογές;
Προσωπικά δεν πιστεύω ότι υπάρχει Έλληνας πολιτικός που θα τολμούσε να εμπλέξει τη χώρα σε πολεμικούς κινδύνους για να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία, έστω και κατά 15 ημέρες που προβλέπει το Σύνταγμα.
Ωστόσο φθάσαμε στο σημείο παραλογισμού που η υπουργός Προστασίας του Πολίτη κ. Παπακώστα, να μας λέει ότι η περιοχή των Εξαρχείων είναι συνοικία παραγωγής πολιτισμού και φιλοσοφίας, συγκρίνοντάς τη με τη Μονμάρτη. Και την ίδια ώρα κάτοικοι της περιοχής να μιλούν στις τηλεοπτικές κάμερες με αλλοιωμένη φωνή και καλυμμένα πρόσωπα, φοβούμενοι για την ακεραιότητά τους.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση επιχειρώντας να εφαρμόσει την πολιτική της και να υπηρετήσει τα συμφέροντα που την στηρίζουν, δεν διστάζει να κάνει προσπάθειες ποδηγέτησης άλλων μορφών εξουσίας και κυρίως της Δικαιοσύνης.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά: Η Βουλή δεν λειτουργεί, όπως θα έπρεπε. Νομοθετεί κατά κυβερνητική εντολή και μόνο. Κοινοβουλευτικός έλεγχος δεν υπάρχει με την ανοχή του Προέδρου της Βουλής. Οι υπουργοί δεν πάνε στη Βουλή για να δώσουν εξηγήσεις για τις πράξεις τους. Υπουργοί υβρίζουν και απειλούν, με πρώτο και καλύτερο τον κ. Πολάκη. Μέλη της κυβέρνησης εμπλέκονται σε σκάνδαλα, η διαφθορά δείχνει να κυριαρχεί και να αφαιρεί το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς». Και δεν σταματάμε εδώ: Σε μια προσπάθεια επηρεασμού της βούλησης των πολιτών και υφαρπαγής –και πάλι της ψήφου των- δεν διστάζει να δημιουργήσει στρατιές επαγγελματιών «επιδοματούχων» οι οποίοι δεν ψάχνουν καν για δουλειά, αφού τα επιδόματα Τσίπρα προσφέρουν περισσότερα εισοδήματα από το βασικό μεροκάματο. Μόνο που έτσι η Ελλάδα δεν πρόκειται να πάει μπροστά… Αλλά τι τον νοιάζει; Αυτός για το μόνο που ενδιαφέρεται είναι να κρατά ομήρους αρκετές χιλιάδες Ελλήνων ποντάροντας στην οικονομική εξαθλίωσή τους και στην αναμονή ενός επιδόματος.
Σε αυτό το παιχνίδι πρώτος στόχος οι ομάδες των Ρομά που φτάνουν τους 300.000 στην Ελλάδα, αλλά και οι άνω των 80.000 ελληνοποιηθέντων που τις μόνες ελληνικές λέξεις που προφέρουν είναι «Αλέξης» και «Σύριζα».
Από την προσπάθεια δεν ξεφεύγουν οι 528.000 νέοι ψηφοφόροι. Από αυτούς οι 107.000 είναι παιδιά 16 έως 17 ετών και οι υπόλοιποι 421.000 από 18 έως 21 ετών. Με τη διχαστική του πολιτική ο κ. Τσίπρας, γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να κερδίσει τους νέους, στοχεύει να τους ωθήσει στα άκρα. Όσο επικίνδυνο κι αν είναι αυτό για τη δημοκρατία μας. Αρκεί να μη πάνε στη ΝΔ. Το παρήγορο μήνυμα ωστόσο των φοιτητικών εκλογών που η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, η παράταξη που πρόσκειται στη ΝΔ ξεπέρασε το 40% και η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ μόλις που άγγιξε το 1%, δείχνει ότι η προσπάθεια να εισχωρήσει στη νεολαία δεν πιάνει. Εκείνο που μένει είναι να δείξει και η νεολαία, η οποία δεν έχει βιώματα από τη χούντα και την έλλειψη δημοκρατίας, ότι δεν παρασύρεται από τη διχαστική πολιτική του Τσίπρα.
Εκείνο που δεν έχει καταλάβει ο κ. Τσίπρας είναι ότι όσο κι αν προσπαθεί, ό,τι μέσο κι αν μετέλθει, αργά ή γρήγορα το πικρό ποτήρι δεν θα το αποφύγει.
Στις δημοκρατίες οι εκλογές διεξάγονται κάθε τετραετία. Και η τετραετία λήγει, οριστικά για τον ίδιο και την παρέα των πετσιτοπαππάδων. Ακόμα και πληγωμένη, η δημοκρατία θα νικήσει.