ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.
Ο κύριος Λευτέρης ξεπρόβαλε από τη γωνία της Καρ. Σερβίας με τη Βουλής.
Έτοιμος να ανοιχτεί σε έναν κόσμο που τον είχε ήδη αφήσει πίσω χρόνια τώρα. Ευθυτενής, λεπτός, με άσπρα μαλλιά, που κατέβαιναν προς το μέτωπο με τη λευκή τάξη του χιονιού που πάγωσε σε οξείες γωνίες, κοκκαλωμένα σε κάθε σάλεμα αέρα που θα την αμφισβητούσε. Φορούσε κοστούμι εποχής του ‘50, ατσαλάκωτο, με εναλλασσόμενα καρό μοτίβα. Το μεγάλο μοτίβο σε χρώμα γκρι-θαλασσί και το μικρό σε ευγενικό λαδί. Τα πέτα του σακακιού ήταν κοντά και φαρδιά, κατά τις επιταγές της μόδας της εποχής τους. Πρέπει να είχε πατήσει τα ογδόντα πέντε, αλλά η φυσική του κατάσταση έδειχνε εξαιρετική για έναν άνθρωπο της ηλικίας του. Μονάχα το χαμόγελό του πρόδιδε κάποια εγκατάλειψη, αφού δεν υπήρχε δόντι να παραστέκει το διπλανό του και το όλο σκηνικό θύμιζε βομβαρδισμένο τοπίο. Ήταν γνωστός στην περιοχή, αφού χρόνια τώρα περπατούσε στα ίδια στενά κάθε μέρα, έτσι, χωρίς προφανή λόγο, ίσα για να γεμίζει τον χρόνο του, μακριά από το σπίτι του και την γκρίνια της γυναίκας του. Από την άλλη, είχε σε κάθε γωνιά και έναν γνωστό, τουλάχιστον τους πιο προχωρημένους σε ηλικία ή τους τακτικούς θαμώνες των παρακείμενων καφέ. Δεν μιλούσε με όλους. Αρκούσε ένα βλέμμα να αντάλλασσαν, κάτι σαν απόδειξη πως ακόμα υπάρχει και αναπνέει στον αέρα της πόλης που μεγάλωσε. Είχε και ένα σύγχρονο αξεσουάρ – ακουστικό ακρόασης- μόνιμο στο αυτί του, που έδενε το παρελθόν με το παρόν.
Το «παρελθόν» που φώλιαζε στην τσέπη του σακακιού του, αθέατο στους ανυποψίαστους, ήταν ένα μικρό τρανζίστορ, που έντυνε με μουσική –δημοτικά- τις μακρινές του βόλτες. Τύπος μποέμ, με τον αέρα του μόρτη μιας άλλης εποχής, από την οποία είναι σίγουρο ότι θα είχε ξεσηκώσει πολλά, χάριν και του επαγγέλματος του, που του επέτρεπε ποικιλία επαφών με ανθρώπους κάθε κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Παλιός τεχνίτης στο Μοναστηράκι, έφτιαχνε καζάνια για τσίπουρα. Πόσα μέταλλα δεν θα’ χε δαμάσει όλα αυτά τα χρόνια, πόσα λόγια δεν θα’ χε ακούσει από ευχαριστημένους και μη πελάτες του. Στις μικρές του συνάξεις θα είχε σίγουρα συναντήσει κι άλλους μόρτες, θα είχε ανταλλάξει ποιος ξέρει πόσες ιστορίες μαζί τους, παλικαροσύνης ή ψευτομαγκιάς.
Ήταν οφθαλμοφανές ότι δεν ανήκε στους λόγιους της εποχής του, αλλά είχε έναν αέρα αυθεντικότητας που δεν σκάμπαζε από συμβάσεις και τυπικότητες. Περιέφερε την εποχή του σαν από κληρονομημένο δικαίωμα να το κάνει, χωρίς κανένα κόμπλεξ, απεναντίας με περηφάνια και ένα είδος λεβεντιάς. Μάλιστα σε κείνους που χαλάλιζε λίγο απ’ τον άπλετο χρόνο του, επέμενε να την επιβεβαιώνει, επιδεικνύοντας με καμάρι μια ψιλοφθαρμένη φωτογραφία κάποιας γυναικείας φιγούρας. Δεν ήταν παλιά η φωτογραφία, αλλά μάλλον η πολλή της χρήση θα είχε αφαιρέσει από τη φρεσκάδα της. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι η εικονιζόμενη ήταν γκόμενα του – εξ Αλβανίας έλεγε ορμώμενη – και ότι την …τακτοποιούσε δις εβδομαδιαίως. Αν χασκογελούσες στην αδιαμφισβήτητη αλήθεια του, γινόταν έξαλλος και σε προσκαλούσε να το διαπιστώσεις.
Ποιος όμως νουνεχής θα καταδεχόταν επαλήθευση του είδους που υπαινισσόταν; Έτσι συνέχιζε ακάθεκτος να επιδεικνύει τα διαπιστευτήρια από το αντριλίκι του και να τα πιστεύει ολοένα και πιο πολύ.
Ο κυρ Λευτέρης δεν είχε εισοδήματα. Δεν είχε ούτε σύνταξη. Κάτι ένσημα είχε κάποτε κολλήσει, μόνο που ξέχασε να τα συνεχίσει και στη σούμα που έκανε όταν έπρεπε, δεν του βγήκε κανένα δικαίωμα, ούτε καν για μειωμένη. Είχε όμως την τύχη να έχει κάνει κουμάντο η γυναίκα του τις καλές εποχές και να τον συντηρεί με τη βοήθεια και της κόρης τους, που εν τω μεταξύ είχε φτιάξει τη δική της ζωή.
Η όλη του εμφάνιση πάντως σε υποψίαζε ότι η γυναίκα του ήταν και στα άλλα –πλην των οικονομικών- νοικοκυρά, αφού έδειχνε καθαρός και πάντα με προσεγμένη εμφάνιση. Σίγουρα πάντως θα είχε και πληθώρα από κοστούμια εποχής στην καβάτζα – για να είναι έτσι όλα τους καλοδιατηρημένα -, σημάδι πως θα τα άλλαζε συχνά. Όλα πατούσαν πάντως στην ίδια γραμμή, απαρέγκλιτα. Της δεκαετίας του ‘50. Δεν ήταν όμως μόνο τα κοστούμια του που τον έκαναν διακριτό.
Υπήρχαν και κάτι φήμες που τον συνόδευαν και τον ήθελαν επιρρεπή στις καστανές, στις ξανθιές και στις ρούσσες -σε όλες δηλαδή- ακόμα και μετά τον γάμο του, με όποιες δυσάρεστες συνέπειες μπορεί να σήμαινε κάτι τέτοιο από τους συχνούς σπιτικούς καβγάδες. Φήμες έλεγαν ακόμα ότι κάποια από τα δόντια του ελλειμματικού του χαμόγελου τα είχε χάσει από κείνη την περίοδο.
Όμως είπαμε, το χούι δεν εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο, γίνεται η πρώτη φύση του κι ας μην συμβαδίζει με την πραγματικότητα του. Αυτή που του την χρύσωνε μια φωτογραφία, πάντα εύκαιρη στη δεξιά του τσέπη. Διαθέσιμη σε κάθε ζήτηση.
Αυτός ήταν ο κύριος Λευτέρης. Πιθανόν ένας βιζιτάκιας του ‘30 ή ένας απωθημένος συνειρμός της περιβόητης «fifty two» μιας εποχής, που με τα μέτρα του την απέδωσε τρεις δεκαετίες αργότερα, στην εποχή του, με μια λαϊκή αρχοντιά που σήμερα σπανίζει. Την κυβερνάει ακόμα ωστόσο και με τα βήματα του την περιφέρει ανάμεσα μας. Σε έναν κόσμο με πολλούς ανθρώπους – φωτοτυπίες.
Σήμερα τον είδα να περνά από μπροστά μου ετοιμοπόλεμο, με το ένα χέρι στη τσέπη, πιθανόν «αγκαλιά» με την αγαπημένη φωτογραφία. Δεν είχε ιδιαίτερο κέφι. Σαν να έσερνε τα βήματά του που άλλες φορές θα τον είχαν ήδη εκτοξεύσει στα μισά του δρόμου, που λες και τον περίμενε κάθε μέρα την ίδια ώρα.
Δεν ξέρω αν το έκανε επίτηδες, με πρόθεση να μιλήσει κάπου ή αν όντως οι δυνάμεις του είχαν κηρύξει ανακωχή. Πάντως όταν με είδε κοντοστάθηκε και στη συνάντηση των βλεμμάτων μας, πήρε την πρωτοβουλία να με καλημερίσει. Στεγνά, όπως συνήθιζε, αλλά με αυτιά τεντωμένα, έτοιμα να πιαστούν απ’ όπου προλάβαιναν, για να του δώσουν την ευκαιρία να ξεστομίσει ό,τι γυρόφερνε στο κεφάλι του.
«Καλημέρα, κύριε Λευτέρη» του είπα, με το φλιτζάνι ανά χείρας, μια γουλιά πριν την τελευταία ρουφηξιά. «Να κεράσω;» συνέχισα με νόημα, ρίχνοντας μια στιγμιαία ματιά στον καφέ μου.
«Όχι, έχω πιει και τσάι και …φαρμάκι», αποκρίθηκε με παράπονο. Δεν τον ρώτησα τι εννοούσε ακριβώς, αλλά δεν χρειάστηκε.
«Η κυρά μου, μου τα έψαλλε πρωί πρωί, γιατί δεν άλλαξα πουκάμισο πριν φύγω και κυκλοφορώ λέει σαν τον λέτσο».
Δεν άντεξα και του είπα πως θα έπρεπε να το έχει καμάρι που νοιάζεται για κείνον. Ο Λευτέρης όσο του τα έλεγα, με κοίταζε ελαφρώς υποτιμητικά, με ύφος …και τι ξέρεις εσύ απ’ αυτά, έως ότου ολοκλήρωσα την παρατήρηση μου, οπότε ξαναπήρε τον λόγο.
«Τη γκρίνια, ποιος την αντέχει; Τι να το κάνω το καθαρό πουκάμισο πάνω από τη καρδιά που μου μπλάβισε;»
Δεν ήθελα να επιμείνω στις γνωστές κοινοτοπίες που συνηθίζονται χάριν της δυναμικής της επικοινωνίας και απλά κούνησα το κεφάλι μου με νεύμα σιωπηρής αποδοχής.
«Θα πάρω τη δικιά μου σε λίγο που ξυπνάει, να συναντηθούμε, να ξελαμπικάρω», συνέχισε. Εκεί έκανα το ατόπημα, που τόσο καιρό βαυκαλιζόμουν στην ιδέα ότι θα απέφευγα και του είπα κάπως περιπαικτικά, πως ακούστηκε ότι η «περι ης ο λόγος», απουσίαζε στην Αλβανία. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Αναψοκοκκίνησε από θυμό σε σημείο να αποσπασθεί και το ακουστικό ακρόασης που είχε στο αυτί του και με κατακεραύνωσε.
«Ποιος τα είπε αυτά; Αν δεν δώσω εγώ άδεια, δεν πάει πουθενά».
Όταν κατάλαβα τι είχε συμβεί ήταν ήδη αργά. Προσπαθούσα με μισόλογα να επανορθώσω, αλλά εκείνος είχε πάρει φόρα. Αφού δεν τα έψαλλε στην κυρά του, ας τα άκουγε ο πρώτος που θα τα …άξιζε.
«Εγώ είμαι άντρας ρε, δεν είμαι φλώρος σαν τους σημερινούς» και άλλα παρόμοια ηχηρά σε ύφος και περιεχόμενο. Ήταν τόση η ένταση της στιγμής, που ο κύριος Κώστας, ο λαχειοπώλης, που στοίχειωνε χρόνια τώρα τη γωνία Βουλής και Καρ. Σερβίας και που μέχρι εκείνη την ώρα παρακολουθούσε χαμογελαστός, προσέτρεξε σε βοήθεια.
«Ηρέμησε, προσπάθησε να τον αποφορτίσει. Δεν σου είπε και τίποτα το παιδί».
Σε αυτό το σημείο το επεισόδιο φάνηκε να ξεφουσκώνει απότομα. Ο Λευτέρης που δεν ήθελε να δώσει συνέχεια στο συμβάν, μας κοίταξε βλοσυρά και χωρίς να προσθέσει κουβέντα, πήρε τα βήματα του κι έφυγε. Ο ίδιος και η εποχή που κουβαλούσε, η από καιρό φευγάτη. Σήμερα πάντως δεν ήταν στα κέφια του.