Τρεις ΄΄τύποι΄΄ σ’ένα παγκάκι κουβέντιαζαν.
Κρέμονταν τα ρούχα πάνω τους. Ξέχειλα.
Κρέμονταν όμοια τα χέρια τους
Από το νεροπότηρο μέχρι τ’ αχαμνά τους.
Στιγμές τα σήκωναν στο στόμα το ξεδίψαστο.
Έπιναν ούζο. Ξεροσφύρι.
Τα λόγια τους είχαν για μεζέδια.
Ατέλειωτα λόγια.
Ως οι διηγήσεις τους να βλεπαν το
ούζο στο μεγάλο μπουκάλι.
Δεν κοιτάζονταν στ’ αλήθεια.
Βλέμματα παράλληλα
σαν τις ιστορίες τους.
Στον τρόπο που δείχνονταν.
Τους ένωνε η γλώσσα,
η πατρίδα που άφησαν,
η μισογεμάτη μπουκάλα,
το … αβέβαιο μέλλον – ίσκιος-
που τους περίμενε να σηκωθούν.
Ίσκιος πάνω απ’ το παγκάκι.
Ένα πρωϊνό στα Εξάρχεια.