γράφει η Δήμητρα Καραντζένη.
Δαιδαλώδη ψηφιδωτά εκατομμυρίων πίξελς συναποτελούν μια ψηφιακή, υψηλής ανάλυσης εικόνα, ή ίσως μόνο ένα μέρος της. Μικροσκοπικές ψηφίδες, κουκκίδες αόρατες δια γυμνού οφθαλμού που κρύβουν στο πλέγμα τους ένα θαυμαστό – όσο και χαοτικό – κόσμο, με απεριόριστο αριθμό δυνατοτήτων τέτοιον που ανταγωνίζεται επίμονα τον ανθρώπινο νου, το ίδιο το θαύμα της νόησης που διατρέχει τους αιώνες.
«Έξυπνες» συσκευές που αιχμαλωτίζουν τη στιγμή πληγώνοντας τον αυθορμητισμό και την παρόρμηση, καθώς φροντίζουν προσεκτικά την τελειοποιημένη, χωρίς λάθη μορφοποίηση, αφαιρώντας το θόρυβο και τα ενοχλητικά παράσιτα. Θρυμματισμένα αποσπάσματα της καθημερινότητας, μερικές ή ψευδείς αναπαραστάσεις της συν-ύπαρξης, εικονικές «τάξεις», συντροφιές, κάθε μορφής συλλογικότητες εγκιβωτισμένες σε πλαίσια που μεγεθύνονται και ελαχιστοποιούνται κατά βούληση.
Μα πώς να χωρέσεις τη ζωή σε μια οθόνη; Τη σκέψη, την έγνοια, τη φροντίδα, τη στοργή, την αγάπη, την ψυχή… Άυλες έννοιες, που δεν μπόρεσαν ποτέ να οριστούν επαρκώς με μολύβι και χαρτί χωρίς να σκορπίσουν σε λέξεις δίχως πάθος και ένταση, πώς να στριμωχτούν στη δυαδικότητα του 0 και του 1; Κατακερματισμένα ομοιώματα ανθρώπων που ταξιδεύουν μερόνυχτα σε ανοιχτά και μισόκλειστα ανήλιαγα «παράθυρα», αποστολείς μαζί και παραλήπτες αέναων κύκλων μηνυμάτων που επιτάσσουν το έστω και παθητικό παρόν, σαν πιόνια που χορεύουν παγιδευμένα στη σκακιέρα επ’ άπειρω.
Άπειρο. Οι πέντε αισθήσεις έγιναν ένα, για να τραβήξουν το μακρύ, σειριακό τους ταξίδι. Οθόνες αφής κάθε μεγέθους, που μεταδίδουν απροσμέτρητο πλήθος πληροφοριών ανά δευτερόλεπτο στα πέρατα της γης, νικώντας το χωροχρόνο, με πιστότητα και ρεαλισμό που δημιουργεί την ψευδαίσθηση της εγγύτητας, της φυσικής, ενυπόστατης παρουσίας. Τεχνολογίες αφής που μεταφέρουν με ακρίβεια ότι αγγίζουν, εκτός από το άγγιγμα καθαυτό. Κι είναι εκεί που το άπειρο γίνεται πεπερασμένο.
Τα «χαζοκούτια» μιας άλλης εποχής, με εκείνο το βάρος της επίκρισης για την εθιστική παθητικότητα της φύσης τους, μετέρχονται σήμερα πολύτιμα κομμάτια της ύπαρξης που χάνονται στο μοναχικό δρόμο του συμπιεσμένου διαμοιρασμού. Φίλοι και όνειρα, γέλια και μουσικές, χρώματα και αρώματα, παρόν και αναμνήσεις, αναμένουν καρτερικά το πάτημα του κουμπιού που θα τα φέρει από το παρασκήνιο στο φως. Την ευκαιρία για θέαση και προσοχή, τη μετενσάρκωση των ψηφίδων σε σώμα και πνεύμα, την επιστροφή στη φθαρτή ύλη, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Για όσο μόνο διαρκεί η αναπαραγωγή, για όσο χωρά η βραχύχρονη μνήμη – αυτό είναι άλλωστε το τίμημα της εισόδου στην ψηφιοποιημένη αιωνιότητα – μέχρι να το ανασύρει μια επόμενη τυχαία επιλογή, κι ύστερα να το σκορπίσει και πάλι στην κοιλάδα της ψηφιακής λήθης, άψυχα 0 και 1 που ταξιδεύουν μετέωρα και μόνα στο εικονικό σύμπαν…