Τώρα, πως θα αλλάξουν την ασκούμενη οικονομική πολιτική και πως θα λύσουν τα προβλήματα της Ελληνικής κοινωνίας με μια απεργία, δεν μας το λένε. Με άλλα λόγια, κάνανε απεργία, βασικά, χωρίς αποχρώντα λόγο. Για τι τίποτα. Σε τί λοιπόν εγκειται η γοητεία της απεργίας; Τι τη κάνει τόσο ελκυστική; Γιατί, για του ψύλλου πήδημα καταφεύγουμε στην απεργία; Το Σύνταγμα προβλέπει για τους εργαζομένους τη χρήση της απεργίας σαν μέσον πίεσης στις διαπραγματεύσεις για τη βελτίωση των όρων εργασίας και των αποδοχών τους, αλλά δεν νομίζω ότι εννοεί τη κατάχρηση, με την οποία σήμερα αυτό το δικαίωμα εξασκείται. Θυμάμαι, προ διετίας περίπου, οι εργαζόμενοι της τότε ΕΡΤ απήργησαν διότι ο Γενικός διευθυντής μίλησε, σύμφωνα με τη συνδικαλιστική ηγεσία, ανάγωγα στη πριμαντόνα εκφωνήτρια των νέων. Για να μην αναφέρω και τις απεργίες για «συμπαράσταση». Έτσι αποδεικνύεται ότι η απεργία έχει γίνει γιορτή για τους εγαζομένους, γιατί πολλές φορές απεργούν και πληρώνονται και διότι γίνεται η σκάλα για να ανέβουν οι κορυφαίοι συνδικαλιστές στα έδρανα της Βουλής. Η Βουλή είναι κατάσπαρτη από κορυφαίους συνδικαλιστές που βουλευτοποίθηκαν επειδή έγιναν γνωστοί στο εκλογικό Σώμα για τη μακρά διάρκεια και τη μαζικότητα των απεργιών που οργάνωσαν και τα ευνοϊκά αποτελέσματα που προέκυψαν.
Συγκρίνοντας, δεν μπορώ παρά να θαυμάσω το τρόπο που εδώ στην Αμερική χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι, όχι την απεργία, αλλά την απειλή της απεργίας. Και συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι στην Εταιρεία Σιδηροδρόμων του Λονγκ Άϊλαντ της Νέας Υόρκης, δούλευαν τρία χρόνια χωρίς την υπογραφή νέας σύμβασης εργασίας. Οπότε το Φεβρουάριο του 14, ζήτησαν επιτακτικά από τη Διεύθυνση να υπογράψουν τη νέα σύμβαση με βασικό αίτημα την αύξηση των αποδοχών τους κατά 17% σε 6 χρόνια. Η Εταιρία απάντησε ότι δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους και τους αντιπρότεινε ότι θα τους δώσει το 17% αλλά όχι σε 6 χρόνια αλλά σε 7 και ζήτησε από τους εργαζομένους να συμβάλουν στην ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη με παρακράτηση 2% επί των αποδοχών τους. Επανήλθαν οι εργαζόμενοι λοιπόν και διαμήνυσαν στην εργοδοσία, ότι αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους, θα κατέβουν σε απεργία διαρκείας, στις 20 Ιουλίου. Δηλαδή, καθώρισαν την απεργία τους 5 μήνες μετά. Και τούτο για να μπορέσουν οι πόλεις από όπου διέρχεται ο σιδηρόδρομος να βρουν τρόπους, ώστε οι επιβάτες να πηγαίνουν στις δουλειές τους χωρίς ταλαιπωρίες και να μη χάσουν το μεροκάματο. Παρόλα αυτά, η διοίκηση των σιδηροδρόμων αρνιόταν να συμφωνήσει και η απεργία φαινόταν αναπόφευκτη. Στις 17 Ιουλίου όμως, τρεις μέρες πριν, ο κυβερνήτης της Πολιτείας κάλεσε τους αντιδίκους στο γραφείο του και τους διέταξε να κλειστούν σε ένα δωμάτιο και να μη βγουν αν δεν συμφωνήσουν. Και σε μια μέρα συμφώνησαν. Να πάρουν την αύξηση του 17% οι εργαζόμενοι, αλλά όχι σε 6 χρόνια αλλά σε 6 1/2 χρόνια και να πληρώσουν, όχι 2% αλλά 1% για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Και έτσι ματαιώθηκε η απεργία. Αυτός είναι πολιτισμός και υπευθυνότητα.
Αυτό ακριβώς θέλω να υπογραμμίσω με το σημερινό μου σημείωμα. Την έλλειψη υπευθυνότητας και επαγγελματισμού εκ μέρους της ηγεσίας του Ελληνικού Συνδικαλιστικού Κινήματος. Και δεν είναι μόνο ο συνδικαλισμός. Η φράση «δεν δουλεύει τίποτα», ειναι στα χείλη κάθε ενός που προσπάθησε να συνδιαλαγεί με το κράτος ή την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Κάθε ένας κάνει και ακολουθεί τους δικούς του κανόνες. Ο πολίτης, ο δημόσιος υπάλληλος, ο χωροφύλακας, ο δικαστής, ο έφορος, ο καθηγητής, ο συνδικαλιστής. Ο αυτοσχεδιασμός έχει γίνει κανόνας. Με αποτέλεσμα να έχει χαθεί το αυτονόητο. Όχι να μη τηρούνται οι νόμοι αλλά και να έχει εκλείψει τελείως ο «κοινός νους». Ο νόμος της βαρύτητας δεν λειτουργεί στη πατρίδα μας. Η υπακοή στους νόμους στη πατρίδα μας, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο ενός ευνομούμενου κράτους, θεωρείται βλακεία. Οι απεργίες χωρίς αιτία, οι καταλήψεις, οι καταστροφές και οι βανδαλισμοί αυτοκινήτων και καταστημάτων έχει γίνει τόσο συνειθησμένο φαινόμενο, που δεν συγκινεί πλέον κανένα. Συμβαίνει παντού. Είμαστε σε μια τέτοιο παροξυσμό ετσιθελισμού και εγωκεντρισμού που το παράλογο και η ανομία έχει γίνει «λογική», έχει γίνει «δίκαιο», που είναι αδύνατον κανείς να αμφισβητήσει. Το ένα συν ένα δεν κάνουν δύο στη χώρα μας. Αναλόγως στη περίπτωση, μπορεί να κάνει ένα, ή έντεκα ή μηδέν, αλλά ποτέ δεν κάνει δύο.
Είναι λογικό, όταν διαδηλώνεις να σπάσεις κάθε αυτοκίνητο που θα βρεθεί μπροστά σου χωρίς καμία συνέπεια. Αν δεν θέλει να σε δεχτεί ο υπουργός, είναι δικαιωμά σου να σπάσεις τη πόρτα και να μπουκάρεις στο γραφείο του με τη βία. Είναι κανόνας, κοινά αποδεκτός, οι μαθητές να κάνουν κατάληψη στο σχολείο τους και να σπάσουν όλα τα όργανα και να κλέψουν ότι βρίσκουν κινητό. Είναι δικαιολογημένο, είναι θεμιτό να πετάς μολότωφ και να πεθαίνουν άνθρωποι όταν διαδηλώνεις. Το λέει το Σύνταγμα. Είναι δημοκρατικό μέσα στη Βουλή, εκλεγμένοι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι του λαόυ να μιλάνε και να παροτρύνουν το λαό σε «ανατροπή». Είναι προνόμιο, τον αντιπρόσωπο του «λαού», να μην τον επιλέγει ο «λαός», αλλά ο αρχηγός.(Και βλέπουμε τη ποιότητα του πολιτικού μας προσωπικού). Είναι δίκαιο και δημοκρατικό ο αρχηγός να διορίζει βουλευτές (Επικρατείας). Είναι απαράβατον και δημοκρατικό μα δικαίωμα, να επιλέγουμε ποιο νόμο θα τηρήσουμε. Είναι «διακίνηση ιδεών» να μην επιτρέπουμε στην Αστυνομία να πατήσει πόδι μέσα στα Πανεπιστήμια αλλά να επιτρέπουμε τους κουκουλοφόρους να μπαίνουν και να φτιάνουν βόμβες μολότωφ. Θα μπορούσα να συνεχίσω και να αραδιάζω για ώρες παραδείγματα βιασμού του κοινού νου, του αυτονόητου και της δημοκρατίας, αλλά, σεβόμενος το χρόνο σας, θα σταματήσω μέχρι εδώ. (Κοιτάξτε τι έγινε στα Εξάρχεια).
Το επιστέγασμα όλων των παραπάνω είναι ότι στη πατρίδα μας έχει επικρατήσει η αντίληψη, και έχει γίνει πίστη, ότι όταν ζεις σε καθεστώς δημοκρατίας έχεις το δικαίωμα να κάνεις ό,τι θέλεις. Επί το μάγκικο, ό,τι σου γουστάρει. Στη χώρα μας, που λέμε ότι ζούμε σε δημοκρατία, δεν υπάρχουν κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς. Δεν υπάρχουν φραγμοί. Η προτροπή για «νόμο και τάξη»(Law and order), στη χώρα μας, λέγεται φασισμός. Στη πατρίδα μας οι νόμοι ψηφίζονται για να καταπατούνται.
Με τέτοιο κοινό νού, με τέτοια λογική, πως μπορούμε να κάνουμε προκοπή; Πως μπορούμε να καταλάβουμε ότι πρέπει να δουλέψουμε; Πως μπορεί να κατανοήσει κανείς ότι δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανένας αν δεν βοηθήσεις πρώτα εσύ τον εαυτό σου; Πως μπορείς να δουλεύεις και να πληρώνεσαι αν δεν παράγεις; Ποιος εχέφρων επενδυτής θα επένδυε σε μια χώρα που δεν υπάρχουν κανόνες λειτουργίας των θεσμών και που δεν τηρούνται οι νόμοι; Με τέτοιες αντιλήψεις, πως μπορεί αυτό ο λαός να ενστερνηθεί ότι η δημοκρατία αρχίζει από κάθε ένα από εμάς, πως αφορά το κάθε ένα από εμάς και πως έχουμε την υποχρέωση να περιφρουρήσουμε, ο καθένας χωριστά, την ομαλή λειτουργία της; Ο Μάο έλεγε: Δεν μπορεί να υπάρξει «εμείς», αν δεν υπάρξει «εγώ». Αν δεν κάνουμε πράξη το πατριωτισμό μας, αν δεν τηρήσουμε τους νόμους μας, τη μεγαλύτερη απόδειξη πατριωτισμού, πολύ φοβάμαι ότι σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει πατρίδα.
Άραγε, υπάρχει ελπίδα να αλλάξουμε τρόπο που σκεπτόμαστε και ενεργούμε;
Αμφιβάλω.