γράφει ο Νίκος Γκίκας.
Αναμφισβήτητα ο μετασχηματισμός ενός κόμματος αποτελεί εξαιρετικά σύνθετο ζήτημα. Στη διαδικασία αυτή, η προσπάθεια επαναφοράς παρηκμασμένων ελίτ συνδέεται με την ανάδειξη νέων τάξεων, νέων δεξιοτήτων και προκλήσεων ως αποτέλεσμα των αλλαγών στα μέσα παραγωγής και εξαιτίας των συγκλίσεων μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Στα καθ’ ημάς επιπλέον μετά την κατάρρευση του άκρατου λαϊκισμού. Για την ευρύτερη δημοκρατική παράταξη ο θόρυβος είναι πολύ μεγαλύτερος από τη δημοσκοπική της θέση. Όχι άδικα βέβαια, καθώς αποτέλεσε το χωνευτήρι πολλών τάσεων.
Αλλά το μεγαλύτερο ζήτημα στους κληρονομικούς εντολοδόχους είναι η αδυναμία τους να κατανοήσουν το σύγχρονο. Ως ο παντεπόπτης οφθαλμός, επιδιώκουν την υπαρξιακή αναβάπτιση και το πολιτικό άλλοθι εγκλωβισμένοι σε σχήματα του παρελθόντος. Εμπνεόμενοι μάλιστα από την αχλή της ανθρώπινης ανοησίας, οργανώνονται πίσω από μια ναρκισσιστική αναπαλαίωση του παρελθόντος, από διακριτές ταυτότητες και συναισθηματισμούς, προσπερνώντας την καταστροφή που προκάλεσαν. Στις δημοκρατίες άλλωστε το συναίσθημα των social, των ΜΜΕ και η θυματοποίηση διεκδικούνε ρόλους που η υποτιθέμενη ανάγκη της κοινωνίας.
Στα πλαίσια μάλιστα της αίσθησης του καθήκοντος εφευρίσκουν «συναινέσεις», «προοδευτικά μέτωπα» και «προγραμματικές συγκλίσεις», προκειμένου να επανέλθουν στο προσκήνιο.
Μεταμφιεσμένοι, αδιευκρίνιστης πολιτικής, κοινωνικής και εθνικής συνείδησης, οικειοποιούνται τα πάντα χωρίς αιδώ. Κανείς δεν ξέρει θέσεις, απόψεις, τοποθετήσεις. Αντισυστηματικοί ενίοτε, εραστές της αμόλυντης προοδευτικότητας, αλλά είναι αμφίβολο αν γνωρίζουν τι μολογάει ο κόσμος την τελευταία δεκαετία των παθών.
Οι επανειλημμένες ήττες και η αδυναμία κατανόησης του σύγχρονου τους οδηγεί στο δημαγωγικό ψευδεπίγραφο δίπολο δεξιάς – αριστεράς, σε παράφραση του αλήστου μνήμης μνημονιακός – αντιμνημονιακός. Όχι τυχαία στη μηχανική του μετασχηματισμού τους, αναζητούν την αποκατάσταση μιας ορθής υποτίθεται ερμηνείας ενός προϋπάρχοντος αποτυχημένου προτύπου και όχι ένα αποκεντρωμένο δημοκρατικό σύστημα ελευθεριών.
Οι εποχές ωστόσο άλλαξαν δραματικά.
Με παλιές νοοτροπίες και υλικά δεν οικοδομείται τίποτα νέο. Είμαστε πλέον στην εποχή της μετά-παγκοσμιοποίησης. Το φαντασιακό αρχέτυπο της πολιτικής κυριαρχίας μετασχηματίζεται, διαχέεται στην κοινωνία λαμβάνοντας νέα νοηματοδότηση. Οι λογής καταρρεύσεις και οι ανάγκες των ανθρώπων αθόρυβα ομογενοποιούν την πραγματικότητα πέρα από λαϊκισμούς.
Εφόσον λοιπόν οι πολιτικοί είναι εξ’ ορισμού ο καθρέφτης της κοινωνίας και κύρια των κομμάτων που τους εκλέγουν, η διαφοροποίηση από το τραυματικό παρελθόν είναι μονόδρομος. Οι πολιτικές κρίνονται στην καθημερινότητα, σε ένα πολυσύνθετο μείγμα κοινωνικών και πολιτικών δράσεων όπου η απουσία αποτελεί ύβρη έναντι των πολιτών. Σε αυτή πρέπει να κρίνονται και οι πολιτικοί.