Σήμερα είπα να γράψω ένα χαρτί και … μια άκρη των δακτύλων μου έπιασε να δουλεύει τη λευκή σελίδα, μη μπορώντας άλλο το χρώμα το λευκό, το ατάραχο, το άδειο. Δεν ήξερα με τι ήθελα να γεμίσω τις άδειες φωνές μου, τον τρόπο να…
αποτυπώσουν, αφού καμμιά φωνή εξωτερική δεν έβρισκαν πια να τις αγκαλιάσει. Ανήκουστες έμεναν στο στρατώνα τους, βάρδια διαρκείας, με το εξοδολόγιο να τις έχει προ πολλού ξεχάσει. Όμως πως θα μπορούσαν να αντέξουν για πολύ, για πόσο ακόμα εσώκλειστες, στον ήλιο τους τον θαμπό, που πιο πολύ έκανε για φεγγάρι. Σήμερα είπα να τραβήξω την κουρτίνα από το τζάμι μου για ένα φως, το όποιο φως. Το μελάνι συγκατάνευσε στην ανάγκη μου. Είχε κι αυτό παγώσει στην απέλπιδα υπομονή του και άρχισε να τρίβει τα χέρια του, τα μελανιασμένα του δάκτυλα, που πάντα έτσι ήταν, πλην όμως ρέοντα, χείμαρος αντί τενάγου.
Συντονίσθηκαν τα μέλη μας, οι ακροστιχίδες των δακτύλων μας άρχισαν να τρέχουν στη λευκή σελίδα. Θεέ μου με πόση ταχύτητα. Δεν λογάριαζαν λάθη και παραπομπές, μονάχα τη λαχτάρα τής γραφής. Τη μουτζούρα να τη βγάλουν έξω, έστω κι έτσι. Να γράψουν, να πουν, να φωνάξουν, να πουν και να ξαναπούν. Να ακουστούν μέσα από σχήματα, από σκέψεις ασχημάτιστες που ποθούσαν να γεννηθούν κάπου, σε μια σελίδα χαρτί. Αρκεί να υπάρξουν, αρκεί να τις συναπαντήσει κάποιος και να τους γνέψει. Έστω για μιά στιγμή.
Έτρεχε το μελάνι το μαύρο, τής πέννας, τής καρδιάς μου, έτρεχε…
μέχρι που έγινε φωνή. Ακούστηκε κάπως, αλλού πιο δυνατά, αλλού … σαν ψίθυρος. Σπαράγματα δηλώσεις, μα είχαν δύναμη … αρκούσε η φωνή τους, ως εδώ, ως τ’ αυτιά μου τα καθημερινά. Υ π ά ρ χ ω .