Μετά την άρνησή του να προσέλθει στη διαβούλευση, η εταιρεία ζήτησε εγγράφως έγκριση από τον Υπουργό Εργασίας (Απρίλιος 2013) να θέσει σε ισχύ το πρόγραμμα. Στην Ελλάδα, βάσει διατάξεως που έχει θεσπιστεί στον ν.13387/83, οι ομαδικές απολύσεις τελούν υπό την αίρεση χορηγήσεως προηγούμενης διοικητικής έγκρισης. Ο Υπουργός απέρριψε το αίτημα της εταιρείας, δεχόμενος την εισήγηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας το οποίο έκρινε ότι δεν υπήρχε επαρκής αιτιοόγηση των απολύσεων από την πλευτά της εταιρείας
Ο εισαγγελέας κριτικάροντας την πρόβλεψη του ελληνικού νόμου καταλήγει στο ότι αυτή είναι, εν τέλει, αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο και ότι ακόμη και στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία διέρχεται μια οξεία οικονομική κρίση συνοδευόμενη από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, η απόκλιση αυτή δεν συγχωρείται.
Είναι ενδιαφέρον ότι τα ΜΜΕ που παρουσίασαν την εισαγγελική πρόταση συνέκλιναν σε χαρακτηρισμούς, όπως «απόφαση-κόλαφος που ανοίγει τον δρόμο για ομαδικές απολύσεις» και άλλα συναφή. Στην ίδια γραμμή κινήθηκαν και δηλώσεις πολιτικών από διαφορετικά κόμματα για το θέμα.
Εν τω μεταξύ, ουδεμία συζήτηση έχει ανοίξει-και φοβούμαι ότι δεν πρόκειται ν’ ανοίξει- ούτε για τις απολύσεις, ομαδικές και ατομικές που γίνονται ΗΔΗ χωρίς καμία από τις εγγυήσεις του πλαισίου της κοινοτικής οδηγίας ούτε, βεβαίως, για τα σοβαρά διοικητικά ελλείμματα που δεν επιτρέπουν την συνδρομή των ευεργετικών προϋποθέσεών της (βλ. για παράδειγμα, τα συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό την βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των εργαζομένων που απολύονται).
Ιδιαιτέρως, θα μου επιτρέψετε να υπογραμμίσω ότι είναι οι πράξεις και παραλείψεις του διοικητικού συστήματος που επηρεάζουν καθοριστικά την ένταση και την ποιότητα της σχέσης μεταξύ των αποφάσεων των δικαστηρίων και των τοπικών κοινωνιών. Στην Ελλάδα, με μεγάλο ποσοστό αποφάσεων ακόμη και των ανωτάτων δκαστηρίων ανεκτέλεστο, ουσιαστικά η συζήτηση για το περιεχόμενο των όποιων αποφάσεων καταλήγει να είναι υποκριτική.
Αφανής αλλά απολύτως σημαντικός παράγων στη σχέση αυτή είναι ο εν Ελλάδι ακμαιότατος πελατειασμός, ο οποίος επικαθορίζει την ποιότητα και την ένταση των σχέσεων μεταξύ των κανόνων δικαίου και των ατομικών/ομαδικών τοπικών συμφερόντων καθώς και την ποιότητα του κράτους δικαίου, εν γένει. Πολλά παραδείγματα θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την κρίση μας αυτή αλλά αρκεί ένα μόνο:
Η Ελλάδα με τελεσίδικες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου καταβάλλει υπέρογκα πρόστιμα (14.250.000 ευρώ κατ’ αποκοπή για 363 παραβιάσεις) αναφορικώς προς τη μη συμμόρφωσή της με δεσμεύσεις που είχε αναλάβει να κλείσει τους χώρους ανεξέλεγκτης διάθεσης αποβλήτων (ΧΑΔΑ). Οι αιτίες της απαράδεκτης αυτής κατάστασης εντοπίζονται ιδίως:
·Στις περίπλοκες διοικητικές διαδικασίες που εκπορεύονται από ένα κυκεωνικό ρυθμιστικό πλαίσιο, δευτερογενούς ιδίως, νομοθεσίας για την εφαρμογή (αλλά και την παραγωγή, ενίοτε….) του οποίας εμπλέκονται πολυειδείς διοικητικές δομές.
·Στα ελλιπή και αναξιόπιστα δεδομένα, τους ατελείς μηχανισμούς παρακολούθησης, στα πολλαπλώς ελεγχόμενα ή επηρεαζόμενα συλλογικά όργανα με αντικρουόμενες στοχεύσεις και ετερογενείς ορθολογικότητες: Η διαδικασία κλεισίματος και αποκατάστασης ενός ΧΑΔΑ δείχνει ανάγλυφα την αδυναμία συντονισμού των εμπλεκομένων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται υπουργεία και γενικές γραμματείες, διυπουργικές επιτροπές, ΟΤΑ, φορείς ελέγχου και χρηματοδότησης διαφορετικών διοικητικών επιπέδων.
Αναζητώντας τον μίτο που θα επιτρέψει στις υγιείς, μεταρρυθμιστικές πολιτικές δυνάμεις και τους μεταρρυθμιστές να εξέλθουν από τον Λαβύρινθο αυτό, θα έλεγα ότι η αποδυνάμωση και πάταξη του περίπλοκου πελατειακού συστήματος που ακυρώνει, εν τοις πράγμασι, τις δικαστικές αποφάσεις και απαξιώνει το κράτος δικαίου, μπορεί να συντελεστεί, εάν ξεκινήσουμε από την συστηματική ενημέρωση των πολιτών σε σχέση με τα προκύπτοντα, εκάστοτε, διακυβεύματα. Ο λαϊκισμός και ο πελατειασμός υποχωρούν όταν στη θέση των συνθημάτων μπαίνουν επιχειρήματα.
Εάν ηττηθεί η προπαγάνδα και ο λαϊκισμός, τότε θα έχουμε μειώσει, κατά δύο, τα κεφάλια της λερναίας ύδρας του πελατειασμού. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, είναι χρέος όσων πστεύουν ότι το βαθύτερο, το δομικό πρόβλημα της χώρας βρίσκεται στον πελατειασμό, να συμβάλλουν. Ο αγώνας είναι μακρύς και δύσκολος. Επιστροφή, ωστόσο, δεν υπάρχει.