γράφει ο Γιώργος Κοντογιάννης.
Τρίζει η κυβέρνηση αντιμέτωπη με προβλήματα που προκύπτουν από το ετερόκλητο του συνασπισμού που ασκεί την εξουσία από τον Ιανουάριο του 2015. Τα προβλήματα είναι τόσα πολλά που δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν κάτω από το χαλί. Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι τυχόν ρήξη της συμμαχίας Τσίπρα – Καμμένου θα οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές.
Τα προβλήματα στο εσωτερικό των ΑΝΕΛ μπορεί αρχικώς να θεωρείται ότι ενισχύουν την αστάθεια στο εσωτερικό της κυβέρνησης αλλά η προσχώρηση στελεχών του κ. Καμμένου στον κ. Τσίπρα δίνει τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να αναζητά, έστω και οριακή πλειοψηφία, χωρίς τη στήριξη του «τοξικού» πλέον, Πάνου Καμμένου.
Με βάση το Σύνταγμα, μια νέα κυβερνητική πλειοψηφία πρέπει να λάβει εκ νέου ψήφο εμπιστοσύνης, γεγονός που είναι δύσκολο να συμβεί, μιας και είναι διαφορετικό οι ανεξάρτητοι βουλευτές να ψηφίζουν τη Συμφωνία των Πρεσπών, και διαφορετικό να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης σε μια κυβέρνηση που παραπαίει, και όλοι- ακόμα και οι ξένοι υποστηρικτές και φίλοι της από ΗΠΑ, ΕΕ μέχρι και ο Ζάεφ- προβλέπουν ότι θα ηττηθεί στις προσεχείς εκλογές, όποτε κι αν γίνουν.
Βέβαια κάποιοι στο Μαξίμου θεωρούν ότι και μόνο η ψήφος στη Συμφωνία των Πρεσπών αρκεί, ωστόσο την ψήφο εμπιστοσύνης, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, η Βουλή την έδωσε για τον συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Αν ο συνασπισμός αυτός πάψει να υφίσταται, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να καλέσει και πάλι το κόμμα που πλειοψηφεί να του δώσει εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως και στη συνέχεια η κυβέρνηση αυτή να λάβει εκ νέου ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Μια κυβέρνηση που σε κάθε περίπτωση θα είναι βραχύβια αφού στην καλύτερη περίπτωση για τον κ. Τσίπρα, θα παραμείνει πρωθυπουργός μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2019.
Το ερώτημα ωστόσο είναι μέχρι τότε τι γίνεται;
Είναι σαφές ότι με όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της κυβέρνησης και με τον έναν υπουργό να στρέφεται εναντίον του άλλου, ενώ στο εσωτερικό του μικρού κυβερνητικού εταίρου οι μισοί στρέφονται εναντίον των άλλων μισών αναζητώντας διέξοδο πολιτικής επιβίωσης μέσω μιας μεταγραφής στον ΣΥΡΙΖΑ, στο μόνο που εκ των πραγμάτων οδηγούμαστε είναι σε πολιτική αστάθεια.
Ωστόσο η πολιτική αστάθεια οδηγεί νομοτελειακά και σε οικονομική αστάθεια, με μοιραία επιδείνωση οικονομικών στοιχείων.
Η επιδείνωση, όμως, των οικονομικών στοιχείων λόγω της κυβερνητικής αστάθειας και η εκ των πραγμάτων ακύρωση του βασικού επιχειρήματος της «καθαρής εξόδου» που αποτελούσε και τον «κυβερνητικό μύθο» στην πορεία προς το κλείσιμο της τετραετίας, ίσως αποδειχθεί το στοιχείο που μπορεί να φέρει πιο κοντά το χρόνο διενέργειας των εκλογών, με στόχο πλέον να αποφύγει ο κ. Τσίπρας τα χειρότερα και να πετάξει την «καυτή πατάτα» στην επόμενη κυβέρνηση.
Αν όλα αυτά συμβούν τότε ίσως οδηγηθούμε σε εκλογές πριν από την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο κ. Τσίπρας έχει αναλάβει τέτοιες δεσμεύσεις έναντι των ξένων υποστηρικτών του που είναι υποχρεωμένος να ψηφίσει τη Συμφωνία πριν πάει σε εκλογές. Σε αυτό όμως το επιχείρημα υπάρχουν αντίθετες απόψεις. Αν για οιοδήποτε τρόπο ο κ. Τσίπρας είχε δεσμεύσει την υπόθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών με άλλες πολιτικές στο εσωτερικό της χώρας είναι βέβαιο ότι οι δανειστές δεν θα του είχαν δώσει έγκριση για αναστολή περικοπής των συντάξεων. Επίσης ο κ. Τσίπρας αν ψηφίσει σε αυτήν την βουλή τη Συμφωνία των Πρεσπών, ξέρει ότι θα έχει παύσει η χρησιμότητά του.
Όποια εξέλιξη και αν έχουν όλα αυτά, ένα είναι βέβαιο: Έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο αβεβαιότητας η οποία μόνο καλό δεν κάνει στην οικονομία μας. Εισερχόμεθα σε μια κρίσιμη περίοδο που ίσως αποδειχθεί το ίδιο ή και περισσότερο τραγική από το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και γι’ αυτό την πλήρη, την ακέραια, ευθύνη έχει ο κ. Αλέξης Τσίπρας
Η περίπτωση Γαβρόγλου
Το ότι μόνο τύποις εξακολουθούμε να έχουμε κυβέρνηση είναι δεδομένο. Η ανομία κυριαρχεί παντού.
Η περίπτωση της ανομίας στο χώρο της Παιδείας και ο κ. Γαβρόγλου αποτελούν όμως ξεχωριστή περίπτωση. Συνήθως οι υπουργοί Παιδείας δρουν κατευναστικά κι επιχειρούν να βρουν λύσεις σε προβλήματα που δημιουργούνται στην λειτουργία του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Αντί λοιπόν να διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του εκπαιδευτικού μας συστήματος καλεί να το πράξουν οι φοιτητές. Φαντάζεστε τι έχει να γίνει μεταξύ φοιτητών και καταληψιών του Ρουβίκωνα καθώς και διακινητών ναρκωτικών, οι οποίοι δρουν ανενόχλητα στους χώρους των ΑΕΙ;
Ο κ. Γαβρόγλου προφανώς δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι ο ίδιος είναι υπουργός Παιδείας και ότι μέσα στα καθήκοντά του είναι και το να εξασφαλίζει τη δυνατότητα απρόσκοπτης πρόσβασης στη γνώση (σχολεία και ΑΕΙ-ΤΕΙ) σε όλα τα ελληνόπουλα. Το να τα καλεί να περιφρουρήσουν τα ίδια τους χώρους αυτούς είναι προκλητικό, ανόητο κι επικίνδυνο. Ας θυμηθούμε τι έγινε με τις ανακαταλήψεις του 1993 (υπόθεση Τεμπονέρα). Θέλει και πάλι να χυθεί αίμα; Δουλειά του κ. Γαβρόγλου είναι να κρατήσει τα πανεπιστήμια καθαρά από «ρουβίκωνες». Το τι θα κάνει κάθε φοιτητική νεολαία δεν υπαγορεύεται από την αδυναμία της κυβέρνησης να εξασφαλίσει την ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια, αλλά από την ιδεολογία και τις οργανωτικές δυνατότητες που έχει.