Όσοι έχουμε καταγωγή από Μακεδονία και Θράκη, χρησιμοποιούμε συχνά στο καθημερινό μας λεξιλόγιο τουρκικές λέξεις ή εκφράσεις. Είναι συνήθεια που μας έχει μείνει από παππούδες και γιαγιάδες, είτε από τις συναναστροφές τους με τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στα μέρη μας, είτε και λόγω δικής τους (και δικής μας) καταγωγής από τη Μικρά Ασία. Γιαλαντζί (yalanci) στα τουρκικά σημαίνει ψεύτικος. Και βέβαια, πέρα από τα ντολμαδάκια που είναι υπέροχα και που ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί τα λένε “γιαλαντζί” με ένα κάρο υλικά και μυρωδικά μέσα – μόνο ψεύτικα δεν είναι – οτιδήποτε άλλο ψεύτικο, είναι το λιγότερο ρυπογόνο, βλαβερό και δηλητηριώδες. Με κυρίαρχο τον ψεύτη άνθρωπο.
Όταν ξεκίνησα να γράφω εδώ, στο apopseis, από πραγματικά εντελώς τυχαία συγκυρία, δεν είχε προλάβει καλά καλά να δημοσιευθεί το πρώτο μου κείμενο και έγινε το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι, τον Νοέμβριο του 2015. Τότε ακόμα, δεν είχε καθοριστεί η ημέρα, ούτε και με ποια συχνότητα θα έγραφα. Εκείνο το βράδυ του πανικού, όταν πληροφορήθηκα για το συμβάν, βρισκόμουν σε φιλικό σπίτι με πολύ αγαπημένες φίλες. Τα συναισθήματα – δεν θα το κρύψω, πρωτίστως για κάποιο δικό μου αγαπημένο πρόσωπο που ζει μόνιμα στο Παρίσι και στη συνέχεια φυσικά, για όλο τον υπόλοιπο κόσμο – ήταν τόσο δυνατά, που αν και εντελώς ξενυχτισμένη, χαράματα άνοιξα τον υπολογιστή, έγραψα και έστειλα εκείνο το κείμενο, χωρίς ούτε καν να το σκεφθώ. Αν δεν κάνω λάθος, ήταν το δεύτερο κείμενό μου που δημοσιευόταν.
Από τότε, μεσολάβησαν ένα σωρό παρόμοιες ενέργειες, στις Βρυξέλλες, στην Κωνσταντινούπολη και δεν θυμάμαι πού αλλού ακόμα – εξάλλου, δεν κάνει καμία διαφορά το πού, όταν πρόκειται για αθώες ανυποψίαστες ανθρώπινες ζωές – που μας συγκλόνισαν όλους. Τις προάλλες, με το πιο πρόσφατο χτύπημα στη Γαλλία, κυριολεκτικά δεν προφτάσαμε να πούμε “Δόξα τω Θεώ” και πριν ο αλέκτωρ λαλήσει, είπαμε πάλι “Βόηθα Παναγιά”. Σε λιγότερο από 24 ώρες. Να μην ξέρει πού να πρωτοτρέξει το μυαλό και ποιον να πρωτοσυμπονέσει η καρδιά, από τη Δύση μέχρι την Ανατολή, από τη Γαλλία μέχρι την Τουρκία. Στη Νις, όχι, δεν είχα κανέναν δικό μου, στην Πόλη όμως είχα. Είχα φίλους, παιδικούς κι αγαπημένους, που έτυχε να βρίσκονται εκεί για συγκεκριμένο σκοπό. Είχα, έχω, και τον άντρα της μιας από τις κολλητές μου, φίλη απ’ το Νηπιαγωγείο, που δουλεύει εκεί τον τελευταίο χρόνο. Πραξικόπημα εμείς, η φουρνιά μου, δεν ζήσαμε – εντελώς οριακά, αλλά δεν – στο μυαλό μας όμως είναι συνδυασμένο, με τανκς στους δρόμους και στρατιώτες να ρίχνουν αδιακρίτως, προκειμένου να επιβάλλουν τη δική τους “τάξη”, αυτήν που οι ανώτεροί τους, τους έχουν επιβάλλει, να επιβάλλουν. Αυτό υπάρχει σαν πραξικοπηματική εικόνα στο μυαλό το δικό μου και των συνομηλίκων μου.
Εκείνο το βράδυ, βλέποντας αντίστοιχες εικόνες, η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Προσπάθησα να μην το δείξω, όχι τουλάχιστον στο μέτρο που το ένιωθα, αλλά κόντεψε να γίνει θρύψαλα! Και ας πούμε, ότι όλο αυτό το φιάσκο γρήγορα καταλάγιασε – αν και όχι στην πραγματικότητα, με όλες αυτές τις θηριωδίες που το ακολούθησαν κι ακόμα συνεχίζουν. Γιατί όταν έχεις παιδιά, είναι παιδιά σου κι όλα τα παιδιά του κόσμου. Κι εκείνα τα παλικαράκια που τα λιντσάριζαν στις φωτογραφίες από την Τουρκία, εκείνη την ώρα, ήταν και δικοί μου γιοι, ήταν καθένας τους ο δικός μου γιος. Ας πούμε όμως ότι καταλάγιασε, με την έννοια ότι αποκλείστηκε η περίπτωση του πραξικοπήματος, που πολύ σύντομα αποδείχθηκε… γιαλαντζί!
Ο ψυχισμός μας όμως, δεν καταλάγιασε. Εκείνος έφαγε τα χαστούκια του και τις γροθιές του, μέσα σε κάτι πτήσεις θανάτου, χωρίς ζώνες ασφαλείας, μεταφερόμενος με ιλιγγιώδεις ταχύτητες από τη Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στην Άγκυρα, μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Γιατί; Για του καθενός τον χαβαλέ – τούρκικη λέξη κι αυτή (havale) – και το χάζι – τούρκικη κι αυτή (haz). Για να βγαίνει ο ένας απ’ τη μια και να δουλεύει το λαό του μέσω twitter κι ο άλλος απ’ την άλλη, για να κλαίγεται ότι έχασε τον ερωτισμό που είχε με τον δικό του λαό. Εδώ ο κόσμος καίγεται και… ξέρετε τη συνέχεια.
Είμαι απολύτως σίγουρη, ότι εκείνο που επίσης θα ξέρετε, είναι μια ακόμα τουρκική λέξη. Τη λέξη τσογλάνι (iç oğlanı). Σημαίνει άτομο νεαρής ηλικίας και ταυτόχρονα κακής διαγωγής, χρησιμοποιείται όμως κυρίως για τη δεύτερη έννοιά της. Τσογλάνια, λοιπόν. Από την Ανατολή μέχρι τη Δύση κι απ’ το Βορρά μέχρι το Νότο. Τσογλάνια, που για τον χαβαλέ τους και το χάζι τους μας εμπαίζουν σαν μαριονέτες, κουνώντας τα σχοινάκια μας και κατασκευάζοντας γιαλαντζί ιστορίες. Γιαλαντζί ιστορίες, χωρίς να μας σκεφτούν καθόλου. Εμάς, τους απλούς ανθρώπους, Τούρκους, Έλληνες, Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους, με Χριστό ή με Αλλάχ. Τίποτα. Καμία σκέψη για τους λαούς τους. Γι αυτούς που τους κάνουν άρχοντες, σουλτάνους, εμίρηδες, πρωθυπουργούς ή βασιλιάδες. Καμία σκέψη για μας. Μόνο για του απαυτού τους τον χαβά – τούρκικη λέξη κι αυτή (hava) – κι ούτε ένα χιλιοστό πέρα απ’ τη μύτη τους. Κι ο κόσμος να σκοτώνεται για πάρτη τους. Με όποιον τρόπο. Σε όποιον τόπο. Κάτω απ’ οποιονδήποτε Θεό.
Για μια χούφτα τσογλάνια και για τις γιαλαντζί ιστορίες τους.
Για να διαβάσετε το βιβλίο της Λίλιαν Μπαντάνη «Η σχοινοβάτης», πατήστε εδω!