Χιόνιζε μέσα μου, στις εσωπλαγιές μου.
Μια καρδιά
μονάχη από ζέστα, μονάχη απόμεινε,
να τρίβει τα χέρια της με λύσσα.
Χιόνιζε γύρω μου και το χέρι μου χιόνι,
μέχρι τα ακροδάκτυλα που σε χάραζαν,
το όνομα σου,
που λίγο- λίγο ξανασκέπαζε και το χάραζα ξανά
με την ελπίδα να το δεις.
Πήρε ώρες, μέρες, χρόνια, αυτή μου η γραφή,
μέχρι που βγήκες, ήλιος ζεστός κι ολόφωτος
κι έλιωσες το χαραγμένο χιόνι.
Χωρίς καμμιά γραφή να δεις.