Πρωταρχικά, την ευθύνη φέρει το κράτος. Ο τρόπος με τον οποίο ιεραρχούνταν παραδοσιακά τα κρίσιμα περιβαλλοντικά ζητήματα της χώρας τα οδηγούσε πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες της κρατικής ατζέντας, με συνακόλουθη την ισχνή κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση. Ακόμη και σήμερα, που οι διεθνείς οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τα μείζονα ανοιχτά ζητήματα που απειλούν τον πλανήτη, η κρατική μηχανή παραγκωνίζει συστηματικά την προστασία του περιβάλλοντος, δίνοντας προτεραιότητα στην οικονομία, την εξωτερική πολιτική αλλά και τα διάφορα εσωτερικά, μικροπολιτικά συμφέροντα, υποβαθμίζοντάς την περιβαλλοντική πολιτική σε πεδίο ήσσονος σημασίας. Η όποια δραστηριοποίηση που αγγίζει βιαστικά τα έδρανα της Βουλής λαμβάνει χώρα μόνο κατόπιν δριμύτατης πιέσεως από την ΕΕ, συνήθως εν όψει κάποιας προειδοποίησης για καταδίκη λόγω απόκλισης από τα προβλεπόμενα, για την υπογραφή κάποιας συμφωνίας κ.ο.κ.
Πέραν όμως του όποιου θεωρητικού πλαισίου προστασίας ή των συστηματικών οικολογικών πολιτικών που απουσιάζουν, η σοβαρότητα της κατάστασης αναδείχθηκε γλαφυρότατα την τελευταία πενταετία, όταν η χώρα απειλήθηκε στην πράξη με σοβαρή περιβαλλοντική καταστροφή, της οποίας τελικά δε διέφυγε. Μιλώ φυσικά για τις πολυάριθμες πυρκαγιές που κατέκαψαν τεράστιες εκτάσεις πρασίνου, κλείνοντας ίσως για πάντα τη στρόφιγγα του οξυγόνου στις περιοχές που αγκάλιασε η πύρινη λαίλαπα και επιπλέον θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή εκατοντάδων ανθρώπων που πάσχισαν να περισώσουν τα υπάρχοντά τους. Πρόκειται για το πλέον χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αδυναμίας, τόσο της πρόληψης μίας τέτοιας οικολογικής καταστροφής όσο και της αντιμετώπισής της, καθώς ο κρατικός μηχανισμός, επιβεβαιώνοντας το βεβαρημένο παρελθόν του, επέδειξε ιδιαίτερη προχειρότητα, αποσπασματικότητα στις όποιες πρωτοβουλίες, έλλειψη οργάνωσης και συντονισμού, πλήρη ανικανότητα διαχείρισης κρίσεων. Πενιχρή ήταν και η αποκατάσταση των πληγεισών περιοχών, μετά τα πρώτα επικοινωνιακά τρικ της τότε κυβερνητικής ηγεσίας, με τις ελπίδες των πυρόπληκτων να εγκαταλείπονται και να εξανεμίζονται μαζί με τα τελευταία αποκαΐδια.
Και βέβαια, επειδή η διαφθορά στη χώρα μας αποτελεί πλέον συνώνυμο της κρατικής εξουσίας, αφού τη συνοδεύει σε κάθε της φανερή ή αφανή δραστηριότητα, αξίζει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με αξιολόγηση της χώρας από τον ΟΟΣΑ, κατά την εξαετία 2000-06 περίπου 10% των ενισχύσεων της ΕΕ δόθηκαν στην προστασία της φύσης και τις περιβαλλοντικές υποδομές, ενώ την επόμενη περίοδο 2000-2013, περίπου το 25% των κεφαλαίων της ΕΕ για την Ελλάδα προορίζονταν για πράσινες επενδύσεις. Παραταύτα, οι περιβαλλοντικές δαπάνες της Ελλάδας δεν ξεπέρασαν το 1% το ΑΕΠ, [2] γεγονός που καθιστά ηλίου φαεινότερη την κατασπατάληση των κονδυλίων με τρόπους που ουδεμία σχέση είχαν με τον αρχικό τους στόχο-προορισμό.
Σήμερα, εν όψει της βαρύτατης χρηματοοικονομικής κρίσης, με το φάντασμα της εξόδου από την Ευρωζώνη και της πτώχευσης να στοιχειώνει την ελληνική κοινωνία, οι σοφοί πολιτικάντες που αντιμάχονται την εξουσία, μετρώντας την επιβίωση του ελληνικού λαού σε ευρώ ή δραχμές, ασφαλώς δε θα μπορούσαν να ασχοληθούν με ζητήματα σχεδόν πολυτελή, όπως τα περιβαλλοντικά. Είναι γεγονός όμως, για παράδειγμα, πως οι σημαντικότερες ελληνικές περιοχές που υπάγονται στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να μείνουν εκτός προστασίας, καθώς το αρμόδιο υπουργείο μετά από δήλωσή του, αδυνατεί να χρηματοδοτήσει το μερίδιο της Ελλάδας από δημόσια κονδύλια, οπότε και το εγκαταλείπει. Επόμενο, βέβαια, ύστερα από την πλήρη αποστράγγιση των αποθεματικών των υπουργείων από τους ευφυείς, εκλεγμένους διαχειριστές τους. Όταν, λοιπόν, το κράτος γυρίζει περιφρονητικά την πλάτη του στο περιβάλλον, με τι θράσος θα μπορούσε να καταδικάσει την αδράνεια του απλού λαού μπροστά σε κάθε απόπειρα ενεργούς περιβαλλοντικής συμμετοχής;
Εισχωρώντας όμως βαθύτερα στους κόλπους της περιβαλλοντικής αναλγησίας, υπάρχουν κι άλλα πεδία της κοινωνικής ζωής όπου η οικολογική συνείδηση παραμένει σχεδόν άγνωστος όρος, όπως αυτό της δημόσιας εκπαίδευσης. Σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου οι λίγες ώρες του προγράμματος διδασκαλίας που καταπιάνονται με περιβαλλοντικά ζητήματα αντιμετωπίζονται στην πράξη από καθηγητές και μαθητές ως σχεδόν κενές διδακτικές ώρες, κατάλληλες για απειθαρχία, χαβαλέ ή κοπάνα, η περιβαλλοντική συνείδηση δεν έχει καμία θέση. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, πως στο δικό μου σχολείο, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, υπήρχε μία καθηγήτρια που για λόγους υγείας δε δίδασκε, αλλά παρέμενε στο σχολείο φροντίζοντας τη βιβλιοθήκη και κυρίως κάνοντας ανακύκλωση. Κουβαλούσε μόνη της, παρά την αδυναμία της, τόνους βιβλίων και χαρτιών που δεν ήταν σε χρήση, σε κάδους που η ίδια φρόντιζε να βρουν το δρόμο της ανακύκλωσης, κι όλα αυτά με ένα σύστημα και μία οργάνωση πραγματικά αξιοζήλευτη. Όσο ξεκάθαρα λοιπόν, θυμάμαι τη δική της πολυετή προσπάθεια, τόσο καθαρές είναι και οι μνήμες μεγάλης μερίδας των μαθητών, αν όχι την πλειοψηφίας τους, που την περιέπαιζαν με κάθε ευκαιρία, θεωρώντας τη, ούτε λίγο ούτε πολύ, κουτή και γραφική. Αναλογιστείτε λοιπόν, πως αν αυτή είναι η αντίληψη και κρίση των μαθητών των σχολείων, του μικρόκοσμου της κοινωνίας μας, πόσος δρόμος πρέπει να διανυθεί για να υπάρξει και η παραμικρή διαφοροποίηση στη στάση των ενηλίκων πια, πολιτών απέναντι στο περιβάλλον.
Τελευταία αλλά όχι έσχατα, σοβαρότατη ευθύνη φέρουν και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, καθιερωμένα πια ως η τέταρτη εξουσία. Η σχεδόν παντελής απουσία προβολής των καίριων περιβαλλοντικών ζητημάτων της πόλης και της περιφέρειας, επειδή δεν φέρουν τα επιθυμητά νούμερα τηλεθέασης συγκριτικά με έξι παράθυρα εξαγριωμένων πολιτικών που κατασπαράζουν αλλήλους, δεν μπορεί παρά να καταδικάζει στο σκοτάδι κάθε ατομική ή συλλογική πρωτοβουλία. Άλλη μία απόδειξη της ανεξέλεγκτης φιλελευθεροποίησης στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος των Media, διαθλώντας την καθημερινότητα και όχι αντανακλώντας τη, καθοδηγώντας την δημόσια προσοχή σύμφωνα με το ίδιο συμφέρον. Ο εκτοπισμός των περιβαλλοντικών θεμάτων από την ημερήσια διάταξη είναι φανερός μέσα από χιλιάδες περιπτώσεις εκ των οποίων και η ακόλουθη:
Πρόσφατα, ως μέλος της Greenpeace, ενημερώθηκα με ηλεκτρονική αλληλογραφία πως ακτιβιστές της οργάνωσης, χρειάστηκε να βουτήξουν στα παγωμένα νερά μεταξύ Μυκόνου και Δήλου, επιχειρώντας να εμποδίσουν την παράνομη αλιεία στην περιοχή, η οποία προορίζεται για θαλάσσιο καταφύγιο, με αποτέλεσμα να μηνυθούν από τις αρχές και να υποστούν κράτηση για δύο και πλέον ημέρες, υπό άθλιες – όπως μαρτυρούν – συνθήκες. Το δικαστήριο έκρινε αθώους τους τέσσερις ακτιβιστές, οι οποίοι με φιλειρηνική διάθεση, προσπάθησαν να καλύψουν με τον αγώνα τους το ανεκπλήρωτο κενό της τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών αρμόδιων φορέων που εφησυχάζονταν σε απόλυτη αδράνεια. Η αξιοσημείωτη κατάκτηση της οργάνωσης αντιμετωπίστηκε από τα μέλη της ως ισχυρή νίκη του ακτιβισμού ενάντια στα μεγάλα εμπορικά συμφέροντα, ενώ η δυναμικότητα των συμμετεχόντων έδρεψε δάφνες. Ωστόσο, η είδηση, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας, όπως άλλωστε και εκατοντάδες αντίστοιχες περιπτώσεις αφανών αγωνιστών που μάχονται για αξίες και αγαθά που ξεπερνούν τον εαυτό ή την ομάδα τους.
Παρά την αναγνώριση του καταλυτικής σημασίας έργου τους, είναι οδυνηρό λάθος να σηκώνουν το βάρος μόνες τους οι μη κυβερνητικές περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες πορεύονται είτε από πεποίθηση είτε κατ’ ανάγκην, εν τη απουσία κρατικής στήριξης, καθώς τα όρια και οι δυνάμεις τους είναι εκ των πραγμάτων πεπερασμένες. Είναι σημαντικό να γίνει μία συλλογική απόπειρα συστηματικής καλλιέργειας της περιβαλλοντικής συνείδησης, πρώτα και κύρια μέσα από το σπίτι. Η οικογένεια έχει σε κάθε περίπτωση την πρωτοκαθεδρία στο να εμφυσήσει έναν πιο οικολογικό αέρα στα παιδιά της, στους επόμενους ενεργούς πολίτες αυτής της κοινωνίας, επικεντρώνοντας την προσοχή σε πραγματικά ουσιώδη ζητήματα τα οποία αφορούν την ίδια την πηγή της ζωής. Προσπερνώντας την τροχοπέδη της επιλεκτικής ενημέρωσης, η οικολογία δεν είναι κάτι άπιαστο και μακρινό, η αγάπη για το περιβάλλον κρύβεται στα απλά και καθημερινά, στο οικολογικό τετράδιο του μαθητή, στην ανακύκλωση των οικιακών απορριμμάτων, στο σβήσιμο του διακόπτη του ρεύματος, στην διατήρηση των καθαρών δημόσιων χώρων. Μέσα σε έναν καθημερινό βομβαρδισμό από πληροφορίες για ζητήματα μάλλον επουσιώδη, καθένας από εμάς οφείλει να ευαισθητοποιηθεί, αποδίδοντας εμπράκτως στο περιβάλλον τη σημασία που του πρέπει και εκτιμώντας την αναγκαιότητα κάθε προσωπικής συμβολής. Ειδάλλως, κινδυνεύουμε να αποτελέσουμε την κυριολεκτική ενσάρκωση εκείνου που σύμφωνα με την λαϊκή παροιμία, κοιτάζοντας ένα μεμονωμένο δέντρο, έχασε εν τέλει, ολόκληρο το δάσος
[1] Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της 3ης Πανελλαδικής Δημοσκόπησης την οποία πραγματοποίησαν η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και η Coca-Cola, προσβάσιμα στην ιστοσελίδα: http://archive.in.gr/news/Reviews/imagegallery.asp?lngReviewID=829017&lngChapterID=878645&lngItemID=868539
[2] Αξιολόγηση ΟΟΣΑ των περιβαλλοντικών επιδόσεων της Ελλάδας για το 2010, προσβάσιμη στην ιστοσελίδα: http://kireas.org/smf/index.php?topic=956.0;wap2