Ουδείς, βεβαίως, αμφισβητεί το δικαίωμα των κομμάτων της αντιπολίτευσης να ελέγχουν αυστηρά την κυβερνητική πολιτική, όπως και τη φιλοδοξία όλων των κομματικών σχηματισμών να διεκδικήσουν τη δυνατότητα διακυβέρνησης της χώρας. Η φιλοδοξία αυτή, όμως, δεν πρέπει να οδηγεί σε επιλογές που υπονομεύουν βάναυσα τους θεσμούς και δυναμιτίζουν τη θέση της χώρας. Το να «παίζει» ο οποιοσδήποτε, σε τόσο αντίξοη συγκυρία και τόσο ανεύθυνα, με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας υποδηλώνει κάτι περισσότερο από πολιτική ελαφρότητα. Ιδιαίτερα η συμπεριφορά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και λόγω του θεσμικού του ρόλου, φθάνει στα όρια του τυχοδιωκτισμού. Ο κ. Τσίπρας έφθασε, πρόσφατα, να ζητήσει η εκλογή Προέδρου να διεξαχθεί στη Βουλή νωρίτερα από την κανονική ημερομηνία, με σκοπό να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν οι 180 ψήφοι για την εκλογή του ή θα οδηγηθούμε σε πρόωρες εκλογές. Διάνθισε δε την πρόκλησή του, απευθυνόμενος προς τον πρωθυπουργό, με το πολλά βαρύ «ιδού η Ρόδος…»! Για ποιο σεβασμό του κύρους των θεσμών μιλάμε;
Το αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, ανάμεσα σε αρκετά άλλα, που μας κληροδότησε η μεταπολίτευση, με τους πολιτικούς εκβιασμούς γύρω από την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, το βιώσαμε και στο παρελθόν. Έτσι, παράλληλα με την αποψίλωση των οριζόμενων από το σύνταγμα αρμοδιοτήτων του Προέδρου, το κύρος του θεσμού επλήγη από τον υποβιβασμό του σε αντικείμενο κομματικών παιγνίων. Βεβαίως, πολιτικοί άνδρες, που βρέθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ή ο Κωστής Στεφανόπουλος, ενδυνάμωσαν με την προσωπικότητά τους τον θεσμό του Προέδρου.
Σήμερα, όμως, χρειαζόμαστε ως χώρα περισσότερο από ποτέ την ουσιαστική αναβάθμιση του κύρους των θεσμών. Η οικονομική κρίση, που έπληξε όλα τα κοινωνικά στρώματα, υπονόμευσε σε υπερβολικό βαθμό την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις κρατικές δομές και τα δημόσια πρόσωπα. Η αποκατάσταση της απωλεσθείσας εμπιστοσύνης προς αυτούς, έργο δύσκολο και μακροχρόνιο, καθώς τελεί υπό τη διαρκή κρίση των πολιτών, αποτελεί στόχο ανάλογης σημασίας με αυτόν της ανασυγκρότησης της οικονομίας και των παραγωγικών δομών. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για στόχους αλληλένδετους. Προϋπόθεση της νέας μεταπολίτευσης, που οραματιζόμαστε, είναι ένα νέο υγιές παραγωγικό μοντέλο που θα στηρίζεται από ισχυρούς θεσμούς.
Αν, επομένως, έμπαιναν κατά μέρος τα παραμορφωτικά κομματικά γυαλιά, και η κοινή λογική καθίστατο η κύρια οδός για τις πολιτικές μας επιλογές, οι διεργασίες για την εκλογή Προέδρου θα έπαιρναν άλλη ρότα. Όλοι μας, τότε, θα «σπάζαμε» το κεφάλι μας να βρούμε ποιο είναι το καταλληλότερο πρόσωπο για τον προεδρικό θώκο. Θα αναδεικνύαμε τα απαιτούμενα υψηλά κριτήρια που θα ενίσχυαν την αίγλη του. Τον άνθρωπο, δηλαδή, που αποδεδειγμένα, έχοντας διαπρέψει στο δημόσιο βίο, θα μπορεί να αποτελέσει το σημείο αναφοράς όλων των Ελλήνων ως σύμβολο εθνικής ενότητας. Και που ταυτοχρόνως, θα έχει το αυξημένο κύρος που χρειάζεται η χώρα στο διεθνές στερέωμα σε μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο. Ας μην έχουμε αμφιβολία ότι τέτοιες σημαντικές προσωπικότητες τις διαθέτει ακόμη ο ελληνισμός. Αρκεί να θέλουμε να τις δούμε και να τις «χρησιμοποιήσουμε».
Αντιθέτως, τώρα, παρακολουθούμε ένα θέατρο του παραλόγου, όπου οι βουλευτές δηλώνουν, ή τους επιβάλλεται να δηλώσουν, τη θετική ή την αρνητική τους ψήφο, πριν καν ανακοινωθεί ποιος ή ποιοι θα είναι υποψήφιοι για την Προεδρία της Δημοκρατίας! Παράλληλα, η διολίσθηση σε μια ονοματολογία που προβάλλει ή «καίει» πρόσωπα με κριτήρια «μπακαλίστικα» -βγαίνουν ή δεν βγαίνουν οι 180 ψήφοι- δεν προδιαθέτει για αλλαγή προσέγγισης και μια θετική σύνθεση. Κατόπιν τούτων κι ανεξάρτητα από τη κατάληξη της διαδικασίας εκλογής του νέου Προέδρου, είναι περιττό να αναρωτιόμαστε για ποιόν λόγο οι πολίτες αποστασιοποιούνται από την πολιτική!
Το άρθρο δημοσιεύθηκε και στην καθημερινή (8/8/14)