Έψαχνα τη λέξη, να ιδώ από που μου έπεσε
Και κοιτούσα γύρω μου και κάτωθε μου
και καμμία απόκριση δεν έπαιρνα.
Τη σήκωσα -πεσμένη δε μου στεκε καλά-
και έψαχνα να τη κρεμάσω
Στον τοίχο, πάνω μου, στον καλόγηρο τον βαστάζο.
Κοιταχτήκαμε κατάματα.
Δοκίμασα να την ευχαριστήσω
Να ευχαριστηθώ κι εγώ μαζί της
Ξεκίνησε και μου μιλούσε
Αντάμωσε και τις άλλες, που κουβαλούσα,
που χώνευα μέσα μου
και τις ξεσήκωσε και κάναν επανάσταση.
Από τότε καμιά λέξη δεν έχω για μόνιμη
Όλες φευγάτες σαν έρχονται
προσωρινές στο τραπέζι τού μόχθου μου
Όμως αχάριστες δεν ήταν
Τα δώρα που μου άφηναν με συντηρούσαν
και την επιθυμία μου επίσης, ακέραια,
να βρεθώ να τα πούμε πάλι.
Έψαξα τη λέξη που μού έπεσε και
πονηρά δεν κοίταξα πιο πάνω από το βλέμμα μου.
Τα νοήματα άλλωστε σε κοιτούν καλύτερα.
Εκ κατασκευής σε περιλαμβάνουν.